διάταξις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διάταξις
διατάξεως
Structure:
διαταξι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- disposition, arrangment
- command
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐκτὸσ τῆσ ἐπιγονῆσ τῶν ἀρσενικῶν ἀπὸ τριετοῦσ καὶ ἐπάνω, παντὶ τῷ εἰσπορευομένῳ εἰσ οἶκον Κυρίου, εἰσ λόγον ἡμερῶν εἰσ ἡμέραν, εἰσ λειτουργίαν ἐφημερίαισ διατάξεωσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 31:16)
- Οὐκοῦν ταύτησ αἰτιῶμαι τῆσ διατάξεωσ· (Lucian, Dialogi mortuorum, 3:1)
- Καίτοι ταῦτα πάντα φορητὰ ἔτι, ὅσα ἢ ἑρμηνείασ ἢ τῆσ ἄλλησ διατάξεωσ ἁμαρτήματά ἐστι, τὸ δὲ καὶ περὶ τοὺσ τόπουσ αὐτοὺσ ψεύδεσθαι, οὐ παρασάγγασ μόνον, ἀλλὰ καὶ σταθμοὺσ ὅλουσ, τίνι τῶν καλῶν ἐοίκεν; (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 241)
- καὶ μὴν τῆσ τε διατάξεωσ καὶ τῆσ διαιρέσεωσ τῶν πολιτευμάτων ὀχλικὴ μὲν ἀκράτωσ ἡ τὸν Νομᾶ καὶ θεραπευτικὴ τὸν πλήθουσ, ἐκ χρυσοχόων καὶ αὐλητῶν καὶ σκυτοτόμων συμμιγῆ τινα καὶ παμποίκιλον ἀποφαίνοντοσ δῆμον, αὐστηρὰ δὲ ἡ Λυκούργειοσ καὶ ἀριστοκρατική, τὰσ μὲν βαναύσουσ ἀποκαθαίρουσα τέχνασ εἰσ οἰκετῶν καὶ μετοίκων χεῖρασ αὐτοὺσ δὲ τοὺσ πολίτασ εἰσ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ δόρυ συνάγουσα, πολέμου χειροτέχνασ καὶ θεράποντασ Ἄρεωσ ὄντασ, ἄλλο δὲ οὐδὲν εἰδότασ οὐδὲ μελετῶντασ ἢ πείθεσθαι τοῖσ ἄρχουσι καὶ κρατεῖν τῶν πολεμίων. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 2 3:1)
- "ἀλλὰ μὴν ἧσ γε καὶ Κωλώτησ ἐπαινεῖ διατάξεωσ τῶν νόμων πρῶτόν ἐστιν ἡ περὶ θεῶν δόξα καὶ μέγιστον, καὶ Λυκοῦργοσ Λακεδαιμονίουσ καὶ Νομᾶσ Ῥωμαίουσ καὶ Ιὤν ὁ παλαιὸσ Ἀθηναίουσ καὶ Δευκαλίων Ἕλληνασ ὁμοῦ τι πάντασ καθωσίωσαν, εὐχαῖσ καὶ ὁρ́κοισ καὶ μαντεύμασι καὶ φήμαισ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 31 1:7)
Synonyms
-
disposition
-
command
- ἐπιτακτήρ (a commander)
- ἥγησις (command)
- ἡγητήρ (a commander)
- πεντακοσιάρχης (the commander of)
- ἐφέτης (a commander)
- διλοχῑ́της ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἁρμόστωρ (a commander)
- ταγοῦχος (holding command)
- ἐπίταξις (a command, order)
- κελευσμός (an order, command)
- μυριάρχης (commander of, men)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (a commander, chief)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (a ruler, commander)
- διακέλευμα (an exhortation, command)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελίᾱ (instruction, command)
- πρόσταξις (ordinance, command)
- πρόσταγμα (an ordinance, command)
- ἐντολή (commandment, ordinance)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)