헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμαρτάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμαρτάνω διαμαρτήσομαι διήμαρτον

형태분석: δι (접두사) + ἁμαρτάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to go astray from, to fail of obtaining
  2. to fail utterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμαρτάνω

διαμαρτάνεις

διαμαρτάνει

쌍수 διαμαρτάνετον

διαμαρτάνετον

복수 διαμαρτάνομεν

διαμαρτάνετε

διαμαρτάνουσιν*

접속법단수 διαμαρτάνω

διαμαρτάνῃς

διαμαρτάνῃ

쌍수 διαμαρτάνητον

διαμαρτάνητον

복수 διαμαρτάνωμεν

διαμαρτάνητε

διαμαρτάνωσιν*

기원법단수 διαμαρτάνοιμι

διαμαρτάνοις

διαμαρτάνοι

쌍수 διαμαρτάνοιτον

διαμαρτανοίτην

복수 διαμαρτάνοιμεν

διαμαρτάνοιτε

διαμαρτάνοιεν

명령법단수 διαμάρτανε

διαμαρτανέτω

쌍수 διαμαρτάνετον

διαμαρτανέτων

복수 διαμαρτάνετε

διαμαρτανόντων, διαμαρτανέτωσαν

부정사 διαμαρτάνειν

분사 남성여성중성
διαμαρτανων

διαμαρτανοντος

διαμαρτανουσα

διαμαρτανουσης

διαμαρτανον

διαμαρτανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμαρτάνομαι

διαμαρτάνει, διαμαρτάνῃ

διαμαρτάνεται

쌍수 διαμαρτάνεσθον

διαμαρτάνεσθον

복수 διαμαρτανόμεθα

διαμαρτάνεσθε

διαμαρτάνονται

접속법단수 διαμαρτάνωμαι

διαμαρτάνῃ

διαμαρτάνηται

쌍수 διαμαρτάνησθον

διαμαρτάνησθον

복수 διαμαρτανώμεθα

διαμαρτάνησθε

διαμαρτάνωνται

기원법단수 διαμαρτανοίμην

διαμαρτάνοιο

διαμαρτάνοιτο

쌍수 διαμαρτάνοισθον

διαμαρτανοίσθην

복수 διαμαρτανοίμεθα

διαμαρτάνοισθε

διαμαρτάνοιντο

명령법단수 διαμαρτάνου

διαμαρτανέσθω

쌍수 διαμαρτάνεσθον

διαμαρτανέσθων

복수 διαμαρτάνεσθε

διαμαρτανέσθων, διαμαρτανέσθωσαν

부정사 διαμαρτάνεσθαι

분사 남성여성중성
διαμαρτανομενος

διαμαρτανομενου

διαμαρτανομενη

διαμαρτανομενης

διαμαρτανομενον

διαμαρτανομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to go astray from

  2. to fail utterly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION