헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάλεκτος

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάλεκτος διαλέκτου

형태분석: διαλεκτ (어간) + ος (어미)

어원: diale/gomai

  1. 대화, 회화, 담화
  2. 언어, 말, 담화
  3. 방언, 악센트, 사투리
  1. discourse, conversation
  2. manner of speech, language
  3. dialect, accent

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάλεκτος

대화가

διαλέκτω

대화들이

διάλεκτοι

대화들이

속격 διαλέκτου

대화의

διαλέκτοιν

대화들의

διαλέκτων

대화들의

여격 διαλέκτῳ

대화에게

διαλέκτοιν

대화들에게

διαλέκτοις

대화들에게

대격 διάλεκτον

대화를

διαλέκτω

대화들을

διαλέκτους

대화들을

호격 διάλεκτε

대화야

διαλέκτω

대화들아

διάλεκτοι

대화들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ γὰρ τοιαῦται διατάξεισ οὐκ ἐκ προνοίασ γίνονται, καθάπερ οὐδὲ αἱ κατὰ τὰ ἔθνη διαφοραί, οὐδ’ αἱ διάλεκτοι, ἀλλὰ κατὰ περίπτωσιν καὶ συντυχίαν· (Strabo, Geography, book 2, chapter 3 14:2)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 3 14:2)

  • εἰ δὲ διαιρετέον κατὰ τὰ ὕστερα ἔθη, καθάπερ καὶ τὰσ διαλέκτουσ, τέτταρα ἂν εἰή καὶ τὰ ἔθνη, καθάπερ καὶ αἱ διάλεκτοι. (Strabo, Geography, Book 14, chapter 5 52:4)

    (스트라본, 지리학, Book 14, chapter 5 52:4)

유의어

  1. 대화

  2. 언어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION