헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαλέγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαλέγω διαλέξω

형태분석: δια (접두사) + λέγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 따다, 가리다, 고르다
  2. 논쟁하다, 논의하다, 다투다, 토론하다, 주장하다, 언쟁하다, 논하다
  1. to pick out one from another, to pick out
  2. to converse with, hold converse with, to discuss, to argue with one against, to discourse, argue
  3. to use a dialect or language

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλέγω

(나는) 딴다

διαλέγεις

(너는) 딴다

διαλέγει

(그는) 딴다

쌍수 διαλέγετον

(너희 둘은) 딴다

διαλέγετον

(그 둘은) 딴다

복수 διαλέγομεν

(우리는) 딴다

διαλέγετε

(너희는) 딴다

διαλέγουσιν*

(그들은) 딴다

접속법단수 διαλέγω

(나는) 따자

διαλέγῃς

(너는) 따자

διαλέγῃ

(그는) 따자

쌍수 διαλέγητον

(너희 둘은) 따자

διαλέγητον

(그 둘은) 따자

복수 διαλέγωμεν

(우리는) 따자

διαλέγητε

(너희는) 따자

διαλέγωσιν*

(그들은) 따자

기원법단수 διαλέγοιμι

(나는) 따기를 (바라다)

διαλέγοις

(너는) 따기를 (바라다)

διαλέγοι

(그는) 따기를 (바라다)

쌍수 διαλέγοιτον

(너희 둘은) 따기를 (바라다)

διαλεγοίτην

(그 둘은) 따기를 (바라다)

복수 διαλέγοιμεν

(우리는) 따기를 (바라다)

διαλέγοιτε

(너희는) 따기를 (바라다)

διαλέγοιεν

(그들은) 따기를 (바라다)

명령법단수 διαλέγε

(너는) 따라

διαλεγέτω

(그는) 따라

쌍수 διαλέγετον

(너희 둘은) 따라

διαλεγέτων

(그 둘은) 따라

복수 διαλέγετε

(너희는) 따라

διαλεγόντων, διαλεγέτωσαν

(그들은) 따라

부정사 διαλέγειν

따는 것

분사 남성여성중성
διαλεγων

διαλεγοντος

διαλεγουσα

διαλεγουσης

διαλεγον

διαλεγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλέγομαι

(나는) 따여진다

διαλέγει, διαλέγῃ

(너는) 따여진다

διαλέγεται

(그는) 따여진다

쌍수 διαλέγεσθον

(너희 둘은) 따여진다

διαλέγεσθον

(그 둘은) 따여진다

복수 διαλεγόμεθα

(우리는) 따여진다

διαλέγεσθε

(너희는) 따여진다

διαλέγονται

(그들은) 따여진다

접속법단수 διαλέγωμαι

(나는) 따여지자

διαλέγῃ

(너는) 따여지자

διαλέγηται

(그는) 따여지자

쌍수 διαλέγησθον

(너희 둘은) 따여지자

διαλέγησθον

(그 둘은) 따여지자

복수 διαλεγώμεθα

(우리는) 따여지자

διαλέγησθε

(너희는) 따여지자

διαλέγωνται

(그들은) 따여지자

기원법단수 διαλεγοίμην

(나는) 따여지기를 (바라다)

διαλέγοιο

(너는) 따여지기를 (바라다)

διαλέγοιτο

(그는) 따여지기를 (바라다)

쌍수 διαλέγοισθον

(너희 둘은) 따여지기를 (바라다)

διαλεγοίσθην

(그 둘은) 따여지기를 (바라다)

복수 διαλεγοίμεθα

(우리는) 따여지기를 (바라다)

διαλέγοισθε

(너희는) 따여지기를 (바라다)

διαλέγοιντο

(그들은) 따여지기를 (바라다)

명령법단수 διαλέγου

(너는) 따여져라

διαλεγέσθω

(그는) 따여져라

쌍수 διαλέγεσθον

(너희 둘은) 따여져라

διαλεγέσθων

(그 둘은) 따여져라

복수 διαλέγεσθε

(너희는) 따여져라

διαλεγέσθων, διαλεγέσθωσαν

(그들은) 따여져라

부정사 διαλέγεσθαι

따여지는 것

분사 남성여성중성
διαλεγομενος

διαλεγομενου

διαλεγομενη

διαλεγομενης

διαλεγομενον

διαλεγομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλέξω

(나는) 따겠다

διαλέξεις

(너는) 따겠다

διαλέξει

(그는) 따겠다

쌍수 διαλέξετον

(너희 둘은) 따겠다

διαλέξετον

(그 둘은) 따겠다

복수 διαλέξομεν

(우리는) 따겠다

διαλέξετε

(너희는) 따겠다

διαλέξουσιν*

(그들은) 따겠다

기원법단수 διαλέξοιμι

(나는) 따겠기를 (바라다)

διαλέξοις

(너는) 따겠기를 (바라다)

διαλέξοι

(그는) 따겠기를 (바라다)

쌍수 διαλέξοιτον

(너희 둘은) 따겠기를 (바라다)

διαλεξοίτην

(그 둘은) 따겠기를 (바라다)

복수 διαλέξοιμεν

(우리는) 따겠기를 (바라다)

διαλέξοιτε

(너희는) 따겠기를 (바라다)

διαλέξοιεν

(그들은) 따겠기를 (바라다)

부정사 διαλέξειν

딸 것

분사 남성여성중성
διαλεξων

διαλεξοντος

διαλεξουσα

διαλεξουσης

διαλεξον

διαλεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαλέξομαι

(나는) 따여지겠다

διαλέξει, διαλέξῃ

(너는) 따여지겠다

διαλέξεται

(그는) 따여지겠다

쌍수 διαλέξεσθον

(너희 둘은) 따여지겠다

διαλέξεσθον

(그 둘은) 따여지겠다

복수 διαλεξόμεθα

(우리는) 따여지겠다

διαλέξεσθε

(너희는) 따여지겠다

διαλέξονται

(그들은) 따여지겠다

기원법단수 διαλεξοίμην

(나는) 따여지겠기를 (바라다)

διαλέξοιο

(너는) 따여지겠기를 (바라다)

διαλέξοιτο

(그는) 따여지겠기를 (바라다)

쌍수 διαλέξοισθον

(너희 둘은) 따여지겠기를 (바라다)

διαλεξοίσθην

(그 둘은) 따여지겠기를 (바라다)

복수 διαλεξοίμεθα

(우리는) 따여지겠기를 (바라다)

διαλέξοισθε

(너희는) 따여지겠기를 (바라다)

διαλέξοιντο

(그들은) 따여지겠기를 (바라다)

부정사 διαλέξεσθαι

따여질 것

분사 남성여성중성
διαλεξομενος

διαλεξομενου

διαλεξομενη

διαλεξομενης

διαλεξομενον

διαλεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέλεγον

(나는) 따고 있었다

διέλεγες

(너는) 따고 있었다

διέλεγεν*

(그는) 따고 있었다

쌍수 διελέγετον

(너희 둘은) 따고 있었다

διελεγέτην

(그 둘은) 따고 있었다

복수 διελέγομεν

(우리는) 따고 있었다

διελέγετε

(너희는) 따고 있었다

διέλεγον

(그들은) 따고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διελεγόμην

(나는) 따여지고 있었다

διελέγου

(너는) 따여지고 있었다

διελέγετο

(그는) 따여지고 있었다

쌍수 διελέγεσθον

(너희 둘은) 따여지고 있었다

διελεγέσθην

(그 둘은) 따여지고 있었다

복수 διελεγόμεθα

(우리는) 따여지고 있었다

διελέγεσθε

(너희는) 따여지고 있었다

διελέγοντο

(그들은) 따여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΤΙΣ οὗτοσ ὁ παραγενόμενοσ ἐξ Ἐδώμ, ἐρύθημα ἱματίων ἐκ Βοσόρ, οὕτωσ ὡραῖοσ ἐν στολῇ βίᾳ μετὰ ἰσχύοσ̣ ἐγὼ διαλέγομαι δικαιοσύνην καὶ κρίσιν σωτηρίου. (Septuagint, Liber Isaiae 63:1)

    (70인역 성경, 이사야서 63:1)

  • ἄλλοσ εἰμὶ καὶ οὐχ οὗτοσ ὅσπερ νῦν πρὸσ σὲ διαλέγομαι; (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 5:3)

  • ἰδοὺ γάρ, ἑώσ πρὸσ σὲ διαλέγομαι, καὶ οἱ φασιανικοὶ παραπεπλεύκασιν ὑπεριδόντεσ ἡμᾶσ διὰ τὴν ἄκαιρὸν σου γλωσσαργίαν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 36 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 36 1:6)

  • εἰ δέ τίσ μου λέγοντοσ καὶ τὰ ἐμαυτοῦ πράττοντοσ ἐπιθυμοῖ ἀκούειν, εἴτε νεώτεροσ εἴτε πρεσβύτεροσ, οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα, οὐδὲ χρήματα μὲν λαμβάνων διαλέγομαι μὴ λαμβάνων δὲ οὔ, ἀλλ’ ὁμοίωσ καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν, καὶ ἐάν τισ βούληται ἀποκρινόμενοσ ἀκούειν ὧν ἂν λέγω. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 158:2)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 158:2)

  • τοσοῦτον γὰρ ἀμείνων ἐγὼ σοῦ πολίτησ γέγον’ εἰσ αὐτὰ ταῦθ’ ἃ λέγω καὶ οὔπω περὶ τῶν ἄλλων διαλέγομαι, ὅσον ἐγὼ μὲν ἔδωκ’ ἐμαυτὸν εἰσ τὰ πᾶσι δοκοῦντα συμφέρειν, οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσασ ἴδιον οὐδ’ ὑπολογισάμενοσ, σὺ δ’ οὔθ’ ἕτερ’ εἶπεσ βελτίω τούτων οὐ γὰρ ἂν τούτοισ ἐχρῶντο, οὔτ’ εἰσ ταῦτα χρήσιμον οὐδὲν σαυτὸν παρέσχεσ, ὅπερ δ’ ἂν ὁ φαυλότατοσ καὶ δυσμενέστατοσ ἄνθρωποσ τῇ πόλει, τοῦτο πεποιηκὼσ ἐπὶ τοῖσ συμβᾶσιν ἐξήτασαι, καὶ ἅμ’ Ἀρίστρατοσ ἐν Νάξῳ καὶ Ἀριστόλεωσ ἐν Θάσῳ, οἱ καθάπαξ ἐχθροὶ τῆσ πόλεωσ, τοὺσ Ἀθηναίων κρίνουσι φίλουσ καὶ Ἀθήνησιν Αἰσχίνησ Δημοσθένουσ κατηγορεῖ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 289:1)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 289:1)

유의어

  1. 따다

  2. 논쟁하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION