διακονίᾱ
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διακονίᾱ
διακονίας
형태분석:
διακονι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 봉사, 복무
- 부서
- service
- ministry
- body of servants
- instruments of service
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐδὲ γὰρ χρηματίζεσθαι τοῖσ ἐλευθέροισ ἐξῆν, ἵνα ἐλεύθεροι παντελῶσ καὶ καθάπαξ ὦσιν, ἀλλ’ ἦν ἡ περὶ τὰ χρήματα κατασκευὴ δεδομένη δούλοισ καὶ Εἵλωσιν, ὥσπερ ἡ περὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὄψον διακονία. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 2 4:1)
(플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 2 4:1)
- τίσ δὲ πρεσβεία, τίσ διακονία δι’ ἣν ἡ πόλισ ἐντιμοτέρα; (Demosthenes, Speeches 11-20, 436:3)
(데모스테네스, Speeches 11-20, 436:3)
- λέξουσι δέ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, καὶ ἕτερόν τινα λόγον ὑπεναντίον τῷ ἀρτίωσ εἰρημένῳ, ὡσ ἄρα, ὅσα τισ αἱρετὸσ ὢν πράττει κατὰ ψήφισμα, οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή, ἀλλ’ ἐπιμέλειά τισ καὶ διακονία· (Aeschines, Speeches, , section 13 1:1)
(아이스키네스, 연설, , section 13 1:1)
- τοιαύτησ δ’ οὔσησ καταστάσεωσ, οἱά νῦν ἐστιν, ὡσ ἐν παρατάξει, μή ποτ’ ἀπερίσπαστον εἶναι δεῖ τὸν Κυνικόν, ὅλον πρὸσ τῇ διακονίᾳ τοῦ θεοῦ, ἐπιφοιτᾶν ἀνθρώποισ δυνάμενον, οὐ προσδεδεμένον καθήκουσιν ἰδιωτικοῖσ οὐδ’ ἐμπεπλεγμένον σχέσεσιν, ἃσ παραβαίνων οὐκέτι σώσει τὸ τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ πρόσωπον, τηρῶν δ’ ἀπολεῖ τὸν ἄγγελον καὶ κατάσκοπον καὶ κήρυκα τῶν θεῶν; (Epictetus, Works, book 3, 69:1)
(에픽테토스, Works, book 3, 69:1)
- ΕΝ ΔΕ ΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ ταύταισ πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸσ τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸσ τοὺσ Ἐβραίουσ ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. (, chapter 1 195:1)
(, chapter 1 195:1)
유의어
-
봉사
-
body of servants
-
instruments of service