δεσμός
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
δεσμός
δεσμοῦ
Structure:
δεσμ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- bond, fetter
- collar, halter
- bondage, imprisonment
- spell, charm
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- λύσασ δὲ εἷσ τὸν μάρσιππον αὐτοῦ δοῦναι χορτάσματα τοῖσ ὄνοισ αὐτοῦ, οὗ κατέλυσαν, καὶ εἶδε τὸν δεσμὸν τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, καὶ ἦν ἐπάνω τοῦ στόματοσ τοῦ μαρσίππου. (Septuagint, Liber Genesis 42:27)
- ἐγένετο δὲ ἐν τῷ κατακενοῦν αὐτοὺσ τοὺσ σάκκουσ αὐτῶν, καὶ ἦν ἑκάστου ὁ δεσμὸσ τοῦ ἀργυρίου ἐν τῷ σάκκῳ αὐτῶν. καὶ εἶδον τοὺσ δεσμοὺσ τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν αὐτοὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν. (Septuagint, Liber Genesis 42:35)
- ἐγώ εἰμι Κύριοσ ὁ Θεὸσ ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ὄντων ὑμῶν δούλων, καὶ συνέτριψα τὸν δεσμὸν τοῦ ζυγοῦ ὑμῶν καὶ ἤγαγον ὑμᾶσ μετὰ παρρησίασ. (Septuagint, Liber Leviticus 26:13)
- καὶ πᾶν σκεῦοσ ἀνεῳγμένον, ὅσα οὐχὶ δεσμὸν καταδέδεται ἐπ’ αὐτῷ, ἀκάθαρτά ἐστι. (Septuagint, Liber Numeri 19:15)
- καὶ εὑρίσκω ἐγὼ αὐτὴν καὶ ἐρῶ πικρότερον ὑπὲρ θάνατον, σὺν τὴν γυναῖκα, ἥτισ ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγῆναι καρδία αὐτῆσ, δεσμὸσ εἰσ χεῖρασ αὐτῆσ. ἀγαθὸσ πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἐξαιρεθήσεται ἀπ̓ αὐτῆσ, καὶ ἁμαρτάνων συλληφθήσεται ἐν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 7:26)
- μᾶλλον δὲ ὥσπερ ἄρρηκτόσ τισ οὗτοσ ὁ δεσμόσ ἐστιν, ᾧ δεδέσθαι συμβέβηκεν αὐτούσ. (Lucian, Cataplus, (no name) 14:12)
- οὐδὲ γὰρ Ιἀπετιονίδησ ἀκάκητα Προμηθεὺσ τοῖό γ’ ὑπεξήλυξε βαρὺν χόλον, ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκησ καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγασ κατὰ δεσμὸσ ἐρύκει. (Hesiod, Theogony, Book Th. 58:2)
- ἢ ὅτι λύεται μὲν πᾶν τὸ δεδεμένον,1 ὁ δὲ ἔρωσ στεφανουμένων τινῶν δεσμόσ ἐστιν οὐθένεσ γὰρ ἄλλοι τῶν δεδεμένων περὶ τὸ στεφανοῦσθαι σπουδάζουσιν πλὴν οἱ ἐρῶντεσ̓, τὴν τοῦ στεφάνου δὴ λύσιν σημεῖον τοῦ περὶ τὸν ἔρωτα δεσμοῦ νομίζοντεσ ἐρᾶν φασιν τοὺσ τοιούτουσ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 9 4:3)
Synonyms
-
bond
-
collar
-
spell
- θέλγητρον (a charm or spell)
- ἴυγξ ( spell, charm)
- φίλτρον ( charm, spell)
- κήλημα (a magic charm, spell)
- φάρμακον (A potion, charm, spell)
- σωρείτης (Alternative spelling of σωρίτης )
- οἰήϊον ( Alternative spelling of οἴαξ )
- ὄνυμα ( Alternative spelling of ὄνομᾰ )
- ὄρανος ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- ὀστοῦν ( Alternative spelling of ὀστέον )
- πυλεών (Alternative spelling of πυλών .)
- ὡροσκόπιον (Alternative spelling of ὡροσκοπεῖον )
- ὠρανός ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- σπόνδυλος (Alternative spelling of σφόνδυλος )
- υἱύς ( Alternative spelling of υἱός )
- συγγενεύς (Alternative spelling of συγγενής )
- σύρφος (Alternative spelling of σέρφος )
- μᾶκος ( Alternative spelling of μῆκος )
- ἀββᾶς (Alternative spelling of ἀββα )
- ξῖ (Alternative spelling of ξεῖ "xi")
- Ἰερουσαλήμ (Alternative spelling of Ἱερουσαλήμ )
- ἴλαρχος (Alternative spelling of ἰλάρχης )
- καστάνεια (Alternative spelling of κάστανον )
- ἄνισον (Alternative spelling of ἄνηθον )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβίς )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολύμβησις )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβήθρα )
- κοπάδιον (Alternative spelling of κόπαιον )
- κρῖ ( Alternative spelling of κριθή )
- λάγηνος (Alternative spelling of λάγυνος )
- ἀρτύς (Alternative spelling of ἀρθμός )
- μάγευμα (a piece of magic art;, charms, spells)
- θελκτήριον (a charm, spell, enchantment)