Ancient Greek-English Dictionary Language

δείλαιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δείλαιος

Structure: δειλαι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. wretched, sorry, paltry, sorry, paltry

Examples

  • καὶ ἔσται πᾶσ ὁ ὁρῶν σε καταβήσεται ἀπὸ σοῦ καὶ ἐρεῖ. δειλαία Νινευή. τίσ στενάξει αὐτήν̣ πόθεν ζητήσω παράκλησιν αὐτῇ̣ (Septuagint, Prophetia Nahum 3:7)
  • δείλαιαι αἱ πόλεισ, αἷσ ἐδούλευσαν τὰ τέκνα σου, δειλαία ἡ δεξαμένη τοὺσ υἱούσ σου. (Septuagint, Liber Baruch 4:32)
  • πρόσ <σε> γενειάδοσ, ὦ φίλοσ, ὦ δοκιμώτατοσ Ἑλλάδι, ἄντομαι ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ καὶ χέρα δειλαία· (Euripides, Suppliants, episode, hexameter4)
  • ποίαν ἀχώ, ποῖον ὀδυρμόν, δειλαία δειλαίου γήρωσ, δουλείασ τᾶσ οὐ τλατᾶσ, τᾶσ οὐ φερτᾶσ; (Euripides, Hecuba, choral, strophe2)
  • οὐκέτι σοι παῖσ ἅδ’ οὐκέτι δὴ γήρᾳ δειλαίῳ δειλαία συνδουλεύσω. (Euripides, Hecuba, choral, antistrophe2)

Synonyms

  1. wretched

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION