헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάρβαρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βάρβαρος βάρβαρος βάρβαρον

형태분석: βαρβαρ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 무식한, 어린, 무지한, 모르는
  1. of one speaking a different (non-Greek) language
  2. a person not associated with Greek culture
  3. barbaric, brutal, ignorant

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 βάρβαρος

(이)가

βάρβαρον

(것)가

속격 βαρβάρου

(이)의

βαρβάρου

(것)의

여격 βαρβάρῳ

(이)에게

βαρβάρῳ

(것)에게

대격 βάρβαρον

(이)를

βάρβαρον

(것)를

호격 βάρβαρε

(이)야

βάρβαρον

(것)야

쌍수주/대/호 βαρβάρω

(이)들이

βαρβάρω

(것)들이

속/여 βαρβάροιν

(이)들의

βαρβάροιν

(것)들의

복수주격 βάρβαροι

(이)들이

βάρβαρα

(것)들이

속격 βαρβάρων

(이)들의

βαρβάρων

(것)들의

여격 βαρβάροις

(이)들에게

βαρβάροις

(것)들에게

대격 βαρβάρους

(이)들을

βάρβαρα

(것)들을

호격 βάρβαροι

(이)들아

βάρβαρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰσ ἐξ οὐρανοῦ γενομένασ ἐπιφανείασ τοῖσ ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ φιλοτίμωσ ἀνδραγαθήσασιν, ὥστε τὴν ὅλην χώραν ὀλίγουσ ὄντασ λεηλατεῖν καὶ τὰ βάρβαρα πλήθη διώκειν, (Septuagint, Liber Maccabees II 2:21)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:21)

  • λαβὼν δὲ τὰσ βασιλικὰσ ἐντολὰσ παρεγένετο, τῆσ μὲν ἀρχιερωσύνησ οὐδὲν ἄξιον φέρων, θυμοὺσ δὲ ὠμοῦ τυράννου καὶ θηρὸσ βαρβάρου ὀργὰσ ἔχων. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:25)

  • κατέλιπε δὲ καὶ ἐπιστάτασ τοῦ κακοῦν τὸ γένοσ, ἐν μὲν Ἱεροσολύμοισ Φίλιππον τὸ μὲν γένοσ Φρύγα, τὸν δὲ τρόπον βαρβαρώτερον ἔχοντα τοῦ καταστήσαντοσ, (Septuagint, Liber Maccabees II 5:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 5:22)

  • ταῦτα δὲ ποιήσαντεσ ἠξίωσαν τὸν Κύριον πεσόντεσ ἐπὶ κοιλίαν μηκέτι περιπεσεῖν τοιούτοισ κακοῖσ, ἀλλ̓ ἐάν ποτε καὶ ἁμάρτωσιν, ὑπ̓ αὐτοῦ μετ̓ ἐπιεικείασ παιδεύεσθαι καὶ μὴ βλασφήμοισ καὶ βαρβάροισ ἔθνεσι παραδίδοσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 10:4)

  • τῶν δὲ κατ̓ ἀνάγκην συνεπομένων αὐτῷ Ἰουδαίων λεγόντων. μηδαμῶσ οὕτωσ ἀγρίωσ καὶ βαρβάρωσ ἀπολέσῃσ, δόξαν δὲ ἀπομέρισον τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ πάντα ἐφορῶντοσ μεθ̓ ἁγιότητοσ ἡμέρᾳ. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:2)

  • ἐπίστευσεν ὁ βάρβαροσ τὸν λόγον, οὐ τὸν νοῦν ἠρεύνησεν· (Demades, On the Twelve Years, 41:1)

    (데마데스, On the Twelve Years, 41:1)

  • Μηκέτι μεμνώμεθα, ὦ Δωρί, ἐκείνων, εἴ τι βάρβαροσ γυνὴ ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν· (Lucian, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 44)

    (루키아노스, Dialogi Marini, triton and nhrides, chapter 44)

  • ἐπεὶ τῶν γε ἄλλων ἕνεκα οὐκ ἂν οἶμαι μέμψαιτό μοι, ὡσ θοἰμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσασ αὐτοῦ βαρβαρικόν τι μετενέδυσα, καὶ ταῦτα βάρβαροσ αὐτὸσ εἶναι δοκῶν ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῦτα εἰσ αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:7)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:7)

  • σὺ δ’ ἐγγενὴσ ὢν βάρβαρόσ τε βαρβάρουσ Ἕλλησιν ἡμᾶσ προύπιεσ τὸ σὸν μέροσ. (Euripides, Rhesus, episode, iambics10)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambics10)

  • τί τοῖσδ’ ἀπειλεῖσ βάρβαρόσ τε βαρβάρου γνώμην ὑφαιρῇ τὴν ἐμήν, πλέκων λόγουσ; (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 1:1)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, antistrophe 1 1:1)

유의어

  1. of one speaking a different language

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION