헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀχάριστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀχάριστος ἀχάριστη ἀχάριστον

형태분석: ἀ (접두사) + χαριστ (어간) + ος (어미)

어원: xari/zomai

  1. 싫은, 미운, 언짢은, 불쾌한, 마음에 들지 않는
  2. 불리한
  3. 감사할 줄 모르는, 배은망덕한
  1. ungracious, unpleasant, unpleasing, without grace or charms
  2. ungracious, unfavourable
  3. ungrateful, thankless
  4. with an ill-will, thanks are wanting

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀχάριστος

싫은 (이)가

ἀχάρίστη

싫은 (이)가

ἀχάριστον

싫은 (것)가

속격 ἀχαρίστου

싫은 (이)의

ἀχάρίστης

싫은 (이)의

ἀχαρίστου

싫은 (것)의

여격 ἀχαρίστῳ

싫은 (이)에게

ἀχάρίστῃ

싫은 (이)에게

ἀχαρίστῳ

싫은 (것)에게

대격 ἀχάριστον

싫은 (이)를

ἀχάρίστην

싫은 (이)를

ἀχάριστον

싫은 (것)를

호격 ἀχάριστε

싫은 (이)야

ἀχάρίστη

싫은 (이)야

ἀχάριστον

싫은 (것)야

쌍수주/대/호 ἀχαρίστω

싫은 (이)들이

ἀχάρίστᾱ

싫은 (이)들이

ἀχαρίστω

싫은 (것)들이

속/여 ἀχαρίστοιν

싫은 (이)들의

ἀχάρίσταιν

싫은 (이)들의

ἀχαρίστοιν

싫은 (것)들의

복수주격 ἀχάριστοι

싫은 (이)들이

ἀχά́ρισται

싫은 (이)들이

ἀχάριστα

싫은 (것)들이

속격 ἀχαρίστων

싫은 (이)들의

ἀχάριστῶν

싫은 (이)들의

ἀχαρίστων

싫은 (것)들의

여격 ἀχαρίστοις

싫은 (이)들에게

ἀχάρίσταις

싫은 (이)들에게

ἀχαρίστοις

싫은 (것)들에게

대격 ἀχαρίστους

싫은 (이)들을

ἀχάρίστᾱς

싫은 (이)들을

ἀχάριστα

싫은 (것)들을

호격 ἀχάριστοι

싫은 (이)들아

ἀχά́ρισται

싫은 (이)들아

ἀχάριστα

싫은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀχαρίστου γὰρ ἐλπὶσ ὡσ χειμέριοσ πάχνη τακήσεται καὶ ρυήσεται ὡσ ὕδωρ ἄχρηστον. (Septuagint, Liber Sapientiae 16:29)

    (70인역 성경, 지혜서 16:29)

  • μωρὸσ ἀχαρίστωσ ὀνειδιεῖ, καὶ δόσισ βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούσ. (Septuagint, Liber Sirach 18:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 18:18)

  • ἀγαθὰ ἐγγύου ἀνατρέψει ἁμαρτωλόσ, καὶ ἀχάριστοσ ἐν διανοίᾳ ἐγκαταλείψει ρυσάμενον. (Septuagint, Liber Sirach 29:16)

    (70인역 성경, Liber Sirach 29:16)

  • ξενιεῖσ καὶ ποτιεῖσ εἰσ ἀχάριστα καὶ πρὸσ ἐπὶ τούτοισ πικρὰ ἀκούσῃ. (Septuagint, Liber Sirach 29:24)

    (70인역 성경, Liber Sirach 29:24)

  • Ταῦτα αὐτῶν εἰπόντων, οὐ μόνον ὡσ κατὰ ἀπειθούντων ἐχαλέπαινεν ὁ τύραννοσ, ἀλλ’ ὡσ καὶ κατὰ ἀχαρίστων ὠργίσθη. (Septuagint, Liber Maccabees IV 9:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 9:10)

  • πῶσ οὖν οὐκ ἀχάριστοσ οὗτοσ καὶ ἔνοχοσ τοῖσ περὶ τῆσ κακώσεωσ νόμοισ, ὃσ τὴν μὲν νόμῳ γαμετὴν παρ’ ἧσ τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι’ ἣν ἔνδοξόσ ἐστιν οὕτωσ ἀτίμωσ ἀπέλιπεν, καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων, καὶ ταῦτα νῦν ὁπότε μόνην ἐμὲ θαυμάζουσιν καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντεσ προστάτιν ἑαυτῶν; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 29:1)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 29:1)

  • "ἰδιώτησ γὰρ ἔγωγε τῶν τοιούτων καὶ ἄτεχνοσ, καὶ μάλιστα παραβαλλόμενοσ ἀνδράσι τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοισ, ὥστε ^ καὶ ἀχάριστόσ εἰμι καὶ ἥκιστα συμποτικόσ, οὐδ’ ὅσον γέλωτα ποιῆσαι δυνάμενοσ. (Lucian, De mercede, (no name) 30:6)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 30:6)

  • "τί δὲ ἀχάριστοσ πρόσ με τὸν δῆμον ποιεῖσ εἶναι; (Lucian, Tyrannicida, (no name) 10:18)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 10:18)

  • τὸ δὲ δημοσίαισ ἱκεσίαισ καὶ δεήσει πρέσβεων καὶ λιταῖσ ἱερέων ἀπηνῶσ χρησάμενον εἶτα χαρίσασθαι τῇ μητρὶ τὴν ἀναχώρησιν, οὐ τῆσ μητρὸσ ἦν τιμὴ, ἀλλ’ ἀτιμία τῆσ πατρίδοσ, οἴκτῳ καὶ παραιτήσει διὰ μίαν γυναῖκα σῳζομένησ, ὡσ οὐκ ἀξίασ σῴζεσθαι δι’ αὑτήν, ἐπίφθονοσ γὰρ ἡ χάρισ καὶ ὠμὴ καὶ ἀχάριστοσ ἀληθῶσ καὶ πρὸσ οὐδετέρουσ ἔχουσα τὸ εὔγνωμον· (Plutarch, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 4 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 4 4:1)

유의어

  1. 싫은

  2. 불리한

  3. 감사할 줄 모르는

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION