αὔω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
αὔω
Structure:
αύ̓
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: 어근은 AV, akin to a)/hmi: hence a)u+th/.
Sense
- to shout out, shout, call aloud, to utter
- to call upon
- to ring
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- μηδ’ ἀπὸ πεντόζοιο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ αὐο͂ν ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν αἴθωνι σιδήρῳ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 87:1)
- ἀλλὰ γέρων ὢν περιέρρει, ὥσπερ Κοννᾶσ, στέφανον μὲν ἔχων αὐο͂ν δίψῃ δ’ ἀπολωλώσ, ὃν χρῆν διὰ τὰσ προτέρασ νίκασ πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ, καὶ μὴ ληρεῖν ἀλλὰ θεᾶσθαι λιπαρὸν παρὰ τῷ Διονύσῳ. (Aristotle, Parabasis, parabasis13)
- οἱ δὲ τὰ ὀστᾶ γυμνώσαντεσ ἀκριβῶσ καὶ περιτραγόντεσ, εἰ δέ τισ καὶ μυελὸσ ἐνῆν, ἐκμυζήσαντεσ καὶ τοῦτον εὖ μάλα ἐπιμελῶσ, ᾤχοντο αὐο͂ν αὐτὸν καὶ τὰσ ῥίζασ ὑποτετμημένον ἀπολιπόντεσ, οὐδὲ γνωρίζοντεσ ἔτι ἢ προσβλέποντεσ ‐ πόθεν γάρ; (Lucian, Timon, (no name) 8:2)
- ἀσταφίδα κεκομμένην, μάραθον, ἄνηθον, νᾶπυ, καυλόν, σίλφιον, κορίαννον αὐο͂ν, ῥοῦν, κύμινον, κάππαριν, ὀρίγανον, γήτειον, σκόροδον, θύμον, σφάκον, σίραιον, σέσελι, πήγανον, πράσον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 69 1:10)
- ἀμπέχεσθαι καὶ φορεῖν καὶ γὰρ τὸν Ἡσίοδον οἰέσθαι δεῖ λέγοντα μηδ’ ἀπὸ πεντόζοιο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ αὐο͂ν ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν αἴθωνι σιδήρῳ διδάσκειν ὅτι δεῖ καθαροὺσ τῶν τοιούτων γενομένουσ ἑορτάζειν, οὐκ ἐν αὐταῖσ ταῖσ ἱερουργίαισ χρῆσθαι καθάρσει καὶ ἀφαιρέσει τῶν περιττωμάτων. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 4 6:1)
Synonyms
-
to shout out
- ἀναβοάω (to shout aloud, utter a loud cry, a war-cry)
- ἐπορθοβοάω (to utter aloud)
- Ἰακχάζω (to shout, to utter)
- ἀναφθέγγομαι (to call out aloud)
- βοάω (to call for, shout out for)
- ἀνολολύζω (to cry aloud, shout )
- ἀλαλάζω (to cry or shout aloud)
- ἐμβοάω (to call upon, shout to)
- ἐπιβωστρέω (to shout to, call upon)
- ἐξονομάζω (to utter aloud, announce)
- ἐκβοάω (to call out, cry aloud)
- ἐπιάχω (to shout out, to shout applause, to shout aloud)
- θεοκλυτέω (to call aloud, declare)
-
to call upon
-
to ring