Ancient Greek-English Dictionary Language

καναχίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καναχίζω

Structure: καναχίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in imperf.

Sense

  1. to ring

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καναχίζω καναχίζεις καναχίζει
Dual καναχίζετον καναχίζετον
Plural καναχίζομεν καναχίζετε καναχίζουσιν*
SubjunctiveSingular καναχίζω καναχίζῃς καναχίζῃ
Dual καναχίζητον καναχίζητον
Plural καναχίζωμεν καναχίζητε καναχίζωσιν*
OptativeSingular καναχίζοιμι καναχίζοις καναχίζοι
Dual καναχίζοιτον καναχιζοίτην
Plural καναχίζοιμεν καναχίζοιτε καναχίζοιεν
ImperativeSingular κανάχιζε καναχιζέτω
Dual καναχίζετον καναχιζέτων
Plural καναχίζετε καναχιζόντων, καναχιζέτωσαν
Infinitive καναχίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καναχιζων καναχιζοντος καναχιζουσα καναχιζουσης καναχιζον καναχιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καναχίζομαι καναχίζει, καναχίζῃ καναχίζεται
Dual καναχίζεσθον καναχίζεσθον
Plural καναχιζόμεθα καναχίζεσθε καναχίζονται
SubjunctiveSingular καναχίζωμαι καναχίζῃ καναχίζηται
Dual καναχίζησθον καναχίζησθον
Plural καναχιζώμεθα καναχίζησθε καναχίζωνται
OptativeSingular καναχιζοίμην καναχίζοιο καναχίζοιτο
Dual καναχίζοισθον καναχιζοίσθην
Plural καναχιζοίμεθα καναχίζοισθε καναχίζοιντο
ImperativeSingular καναχίζου καναχιζέσθω
Dual καναχίζεσθον καναχιζέσθων
Plural καναχίζεσθε καναχιζέσθων, καναχιζέσθωσαν
Infinitive καναχίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καναχιζομενος καναχιζομενου καναχιζομενη καναχιζομενης καναχιζομενον καναχιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῶν δ’ ὕπο σευομένων κανάχιζε πόσ’ εὐρεῖα χθών. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 35:5)
  • τότε δ’ ἀμφὶ μάχη ἐνοπή τε δεδήει τεῖχοσ ἐύ̈δμητον, κανάχιζε δὲ δούρατα πύργων βαλλόμεν’· (Homer, Iliad, Book 12 4:2)

Synonyms

  1. to ring

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION