Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐστηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αὐστηρός αὐστηρά̄ αὐστηρόν

Structure: αὐστηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: au)/w to dry

Sense

  1. bitter, harsh

Examples

  • τῆσ μὲν οὖν αὐστηρᾶσ ἁρμονίασ τοιόσδε ὁ χαρακτήρ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 221)
  • κράτιστοι γὰρ οὗτοι ποιηταὶ τῆσ αὐστηρᾶσ ἁρμονίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2219)
  • πολλὴ δὲ καὶ ἡ τῶν κώλων ἀσυμμετρία πρὸσ ἄλληλα καὶ ἡ τῶν περιόδων ἀνωμαλία καὶ ἡ τῶν σχημάτων καινότησ καὶ τὸ τῆσ ἀκολουθίασ ὑπεροπτικὸν καὶ τἆλλα ὅσα χαρακτηρικὰ τῆσ ἀκομψεύτου τε καὶ αὐστηρᾶσ ἐπελογισάμην ὄντα ἁρμονίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2292)
  • τῆσ μὲν οὖν αὐστηρᾶσ καὶ φιλαρχαίου καὶ μὴ τὸ κομψὸν ἀλλὰ τὸ σεμνὸν ἐπιτηδευούσησ ἁρμονίασ τοιόσδε ὁ χαρακτήρ· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 381)
  • καὶ ταῦτα δ’ ἔτι τῆσ ἀρχαίασ καὶ αὐστηρᾶσ ἁρμονίασ ἐστὶ χαρακτηρικά· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 39 2:1)

Synonyms

  1. bitter

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION