Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπότροπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπότροπος

Structure: ἀποτροπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)potre/pw

Sense

  1. turned away, banished
  2. from which one turns away, direful, grim
  3. turning away, averting

Examples

  • σεισμὸσ εἰ γένοιτο πολλάκισ ἢ πῦρ ἀπότροπον, ἢ διᾴξειεν γαλῆ, παύσαιντ’ ἂν ἐσφέροντεσ ὦμβρόντητε σύ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 2:16)
  • ἐγὼ δ’ ὁ τλάμων παλαιὸσ ἀφ’ οὗ χρόνοσ Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι’ ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμοσ αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενοσ, κακὰν ἐλπίδ’ ἔχων ἔτι μέ ποτ’ ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀί̈δηλον Αἵδαν. (Sophocles, Ajax, choral, strophe 12)
  • ἰὼ σκότου νέφοσ ἐμὸν ἀπότροπον, ἐπιπλόμενον ἄφατον, ἀδάματόν τε καὶ δυσούριστον ὄν. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, strophe 11)
  • τοιάνδε χάριν ἀχάριτον ἀπότροπον κακῶν, ἰὼ γαῖα μαῖα, μωμένα μ’ ἰάλλει δύσθεοσ γυνά. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, strophe 21)
  • ἱέτε δάκρυ καναχὲσ ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ πρὸσ ἔρυμα τόδε κακῶν, κεδνῶν τ’ ἀπότροπον ἄγοσ ἀπεύχετον κεχυμένων χοᾶν. (Aeschylus, Libation Bearers, episode 6:1)

Synonyms

  1. turned away

  2. turning away

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION