Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπότομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπότομος ἀπότομη ἀπότομον

Structure: ἀποτομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)pote/mnw

Sense

  1. cut off, abrupt, precipitous, to the edge of a cliff
  2. severe, relentless

Examples

  • χάσκουσι μέγα, στόμα ξηρὸν, γλῶσσα προμήκησ, ὡσ καὶ κίνδυνον τρώματοσ μεγάλου γίγνεσθαι, ἢ ἀποτομῆσ, εἴ κοτε σπασμῷ ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 13)
  • τῆσ ὀρυγῆσ εἰσ πολὺ βάθοσ ἤδη προϊούσησ, εὑρῆσθαι κεφαλὴ νεοσφαγοῦσ ἀνθρώπου τό τε πρόσωπον ἔχουσα τοῖσ ἐμψύχοισ ὅμοιον καὶ τὸ καταφερόμενον ἐκ τῆσ ἀποτομῆσ αἷμα θερμὸν ἔτι καὶ νεαρόν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 59 3:1)
  • ἐλέγετο δὲ καὶ ἄλλα πολλά, καὶ ἔδοξεν ἀποκτεῖναι τῶν αἰχμαλώτων ὅσοι ἦσαν Ἀθηναῖοι πλὴν Ἀδειμάντου, ὅτι μόνοσ ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆσ ἀποτομῆσ τῶν χειρῶν ψηφίσματοσ· (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 37:1)
  • τὸ δὲ ὑπὸ ῥητῆσ καὶ ἀποτομῆσ περιεχόμενον [ὀρθογώνιον] ἄλογόν ἐστιν, καὶ ἡ δυναμένη αὐτὸ ἄλογόσ ἐστιν. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 2767)
  • Ὑποκειμένησ ῥητῆσ καὶ ἀποτομῆσ, ἐὰν μὲν ἡ ὅλη τῆσ προσαρμοζούσησ μεῖζον δύνηται τῷ ἀπὸ συμμέτρου ἑαυτῇ μήκει, καὶ ἡ ὅλη σύμμετροσ ᾖ τῇ ἐκκειμένῃ ῥητῇ μήκει, καλείσθω ἀποτομὴ πρώτη. (Euclid, Elements, book 10, type Def 31)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION