- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπορία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: aporiā 고전 발음: [아뽀리아:] 신약 발음: [아뽀리아]

기본형: ἀπορία ἀπορίας

형태분석: ἀπορι (어간) + α (어미)

어원: ἄπορος

  1. 어려움, 곤란, 난
  2. 걱정, 의혹, 의심, 불안, 의문
  3. 필요, 요구, 가난
  4. 문제, 수수께끼
  1. (of places) a difficulty in passage
  2. difficulty, impossibility
  3. embarrassment, doubt, uncertainty, anxiety
  4. need, poverty
  5. puzzle

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγὼ ποιήσω οὕτως ὑμῖν. καὶ ἐπιστήσω ἐφ᾿ ὑμᾶς τὴν ἀπορίαν, τήν τε ψώραν, καὶ τὸν ἴκτερα σφακελίζοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ὑμῶν ἐκτήκουσαν, καὶ σπερεῖτε διακενῆς τὰ σπέρματα ὑμῶν, καὶ ἔδονται οἱ ὑπεναντίοι ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 26:16)

    (70인역 성경, 레위기 26:16)

  • πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ ἔλυσε τὴν ἀπορίαν ἐνέχυρον ἢ ὁ ἀδελφὸς ἢ ὁ πατὴρ ἐν καιρῷ γενόμενος. (Lucian, (no name) 19:4)

    (루키아노스, (no name) 19:4)

  • ὥσπερ ὁ Ξενοφῶν ἐκεῖνος ἐν Κάλπης λιμένι ὑφ᾿ ἁμάξης βοῦν λαβὼν δἰ ἀπορίαν ἱερείων, ἀλλὰ τῶν Τραπεζουντίων αὐτῶν παρασκευασάντων ἱερεῖον οὐκ ἀγεννές. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 2 4:1)

    (아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 2 4:1)

  • ὥστε καὶ γενομένης ποτὲ ζητήσεως δύο τισὶ τῶν μωροσόφων ὑπὲρ αὐτοῦ, εἴτε Πυθαγόρου τὴν ψυχὴν ἔχοι διὰ τὸν χρυσοῦν μηρὸν εἴτε ἄλλην ὁμοίαν αὐτῇ, καὶ τὴν ζήτησιν ταύτην αὐτῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐπανενεγκόντων, ὁ βασιλεὺς Γλύκων χρησμῷ ἔλυσεν τὴν ἀπορίαν Πυθαγόρου ψυχὴ ποτὲ μὲν φθίνει, ἄλλοτε δ αὔξει: (Lucian, Alexander, (no name) 40:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 40:2)

  • ἐξενέγκας οὖν τὰ σκεύη τὰ παρ αὑτοῦ ἐπώλει, ὡς δὴ δι ἀπορίαν τοῦτο ποιῶν: (Aristotle, Economics, Book 2 72:3)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 72:3)

유의어

  1. a difficulty in passage

  2. 어려움

  3. 필요

  4. 문제

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION