헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσάφεια

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀσάφεια

어원: a)safh/s

  1. 불명료, 애매모호, 은닉
  1. indistinctness, obscurity

예문

  • ἔνεστι μὲν οὖν ἐν τῇ κατασκευῇ τῶν ὀνομάτων αὐτῷ τὸ τραγικὸν τὸ κωμικὸν τὸ σοβαρὸν τὸ πεζόν, ἀσάφεια κοινότησ, ὄγκοσ καὶ δίαρμα, σπερμολογία καὶ φλυαρία ναυτιώδησ. (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 1 8:2)

    (플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 1 8:2)

  • λυμαινομένη τὰ καλὰ καὶ σκότον παρέχουσα ταῖσ ἀρεταῖσ ἀσάφεια παρῆλθεν εἰσ τοὺσ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 52 2:1)

    (디오니시오스, , chapter 52 2:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ τῇ γε πλείστῃ περιπίπτουσιν ἀσαφείᾳ καὶ ἀγνοίᾳ δι’ αὑτούσ, ἀπ’ ἐναντίων φύσεων ταὐτὸν ἁμαρτάνοντεσ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 17 5:2)

    (플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 17 5:2)

  • νημερτήσ τ̓ ἐρόεσσα μελάγκουρόσ τ̓ Ἀσάφεια. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 15 3:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 15 3:1)

  • νημερτήσ τ’ ἐρόεσσα μελάγκαρπόσ τ’ Ἀσάφεια. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 15 12:1)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 15 12:1)

유의어

  1. 불명료

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION