- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπορία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: aporiā 고전 발음: [아뽀리아:] 신약 발음: [아뽀리아]

기본형: ἀπορία ἀπορίας

형태분석: ἀπορι (어간) + α (어미)

어원: ἄπορος

  1. 어려움, 곤란, 난
  2. 걱정, 의혹, 의심, 불안, 의문
  3. 필요, 요구, 가난
  4. 문제, 수수께끼
  1. (of places) a difficulty in passage
  2. difficulty, impossibility
  3. embarrassment, doubt, uncertainty, anxiety
  4. need, poverty
  5. puzzle

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐμοὶ δὲ δοκεῖ καθάπερ ὁ Λυδὸς ἐφ αὑτὸν τὸν ἀνοίγειν οὐ θύραν μίαν ἀλλὰ ταῖς πλείσταις τῶν ἀποριῶν καὶ μεγίσταις περιβάλλειν τὸν Ἐπίκουρον. (Plutarch, Adversus Colotem, section 33)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 33)

  • διὰ δὲ τὴν ἄλλην δύναμιν αὐτοῦ καὶ ἀρετὴν καὶ δόξαν οὐ μόνον ἐχρῶντο βασιλεῖ καὶ στρατηγῷ τῶν κατὰ πόλεμον, ἀλλὰ καὶ τῶν πολιτικῶν ἀποριῶν ἰατρῷ καὶ διαιτητῇ, τοῖς ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσασιν, οὓς αὐτοὶ τρέσαντας ὀνομάζουσιν, ὀκνοῦντες τὰς ἐκ τῶν νόμων ἀτιμίας προσάγειν, πολλοῖς οὖσι καὶ δυνατοῖς, φοβούμενοι νεωτερισμὸν ἀπ αὐτῶν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 30 2:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 30 2:1)

  • "ἀλλὰ τἄλλα , μὲν ἴσως ἄστρα καὶ τὸν ὅλον οὐρανὸν εἴς τινα φύσιν καθαρὰν καὶ εἰλικρινῆ καὶ τῆς κατὰ πάθος ἀπηλλαγμένην μεταβολῆς τιθεμένοις ὑμῖν καὶ κύκλον ἄγουσιν ἀιδίου καὶ ἀτελευτήτου περιφορᾶς οὐκ ἄν τις ἔν γε τῷ νῦν διαμάχοιτο, καίτοι μυρίων οὐσῶν ἀποριῶν. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 16 2:1)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 16 2:1)

  • ὅθεν οὐδὲν ἐδίδασκε Σωκράτης, ἀλλ ἐνδιδοὺς ἀρχὰς ἀποριῶν ὥσπερ ὠδίνων τοῖς νέοις ἐπήγειρε καὶ ἀνεκίνει καὶ συνεξῆγε τὰς ἐμφύτους νοήσεις: (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 6 2:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 6 2:1)

  • "εὖ μὲν οὖν λέγουσι καὶ οἱ λέγοντες, ὅτι Πλάτων τὸ ταῖς γεννωμέναις ποιότησιν ὑποκείμενον στοιχεῖον ἐξευρών, ὃ νῦν ὕλην καὶ φύσιν καλοῦσιν, πολλῶν ἀπήλλαξε καὶ μεγάλων ἀποριῶν τοὺς φιλοσόφους: (Plutarch, De defectu oraculorum, section 103)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 103)

유의어

  1. a difficulty in passage

  2. 어려움

  3. 필요

  4. 문제

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION