헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπορίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπορίᾱ ἀπορίας

형태분석: ἀπορι (어간) + ᾱ (어미)

어원: a)/poros

  1. 어려움, 곤란, 난
  2. 걱정, 의혹, 의심, 불안, 의문
  3. 필요, 요구, 가난
  4. 문제, 수수께끼
  1. (of places) a difficulty in passage
  2. difficulty, impossibility
  3. embarrassment, doubt, uncertainty, anxiety
  4. need, poverty
  5. puzzle

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν Ἀρχέδημον νῦν τε ὀρθῶσ ἐποίησασ πέμψασ, καὶ τὸ λοιπόν, ἐπειδὰν ἔλθῃ πρὸσ σὲ καὶ ἀπαγγείλῃ τὰ παρ’ ἐμοῦ, μετὰ ταῦτα ἴσωσ ἄλλαι σε ἀπορίαι λήψονται. (Plato, Epistles, Letter 2 24:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 2 24:1)

  • ἐπεὶ δ’ εἰσὶν ἀπορίαι περὶ ἑκάστην πραγματείαν οἰκεῖαι, δῆλον ὅτι καὶ περὶ βίου τοῦ κρατίστου καὶ ζωῆσ τῆσ ἀρίστησ εἰσίν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 24:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 24:2)

  • αἱ μὲν οὖν περὶ τὸν ἀκρατῆ καὶ ἐγκρατῆ ἀπορίαι <αὗται> περὶ τοῦ βίᾳ πράττειν ἢ ἀμφοτέρουσ ἢ τὸν ἕτερον, ὥστε ἢ μὴ ἑκόντασ ἢ ἅμα βίᾳ καὶ ἑκόντασ, εἰ δὲ τὸ βίᾳ ἀκούσιον, ἅμα ἑκόντασ καὶ ἄκοντασ πράττειν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 144:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 144:2)

  • πολλοὶ μὲν οὖν κατὰ τὰσ μάχασ αὐτῷ κίνδυνοι συνέπεσον καὶ τραύμασι νεανικοῖσ ἀπήντησε, τὴν δὲ πλείστην φθορὰν ἀπορίαι τῶν ἀναγκαίων καὶ δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντοσ ἀπειργάσαντο τῆσ στρατιᾶσ, αὐτὸσ δὲ τόλμῃ τὴν τύχην ὑπερβαλέσθαι καὶ τὴν δύναμιν ἀρετῇ φιλοτιμούμενοσ, οὐδὲν ᾤετο τοῖσ θαρροῦσιν ἀνάλωτον οὐδὲ ὀχυρὸν εἶναι τοῖσ ἀτόλμοισ. (Plutarch, Alexander, chapter 58 1:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 58 1:1)

  • αἱ μὲν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινεσ συμβαίνουσιν, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνελεῖν δεῖ τὰ δὲ καταλιπεῖν· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 25:4)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 7 25:4)

유의어

  1. a difficulty in passage

  2. 어려움

  3. 필요

  4. 문제

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION