ἀπορία?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: aporiā
고전 발음: [아뽀리아:]
신약 발음: [아뽀리아]
기본형:
ἀπορία
ἀπορίας
형태분석:
ἀπορι
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 어려움, 곤란, 난
- 걱정, 의혹, 의심, 불안, 의문
- 필요, 요구, 가난
- 문제, 수수께끼
- (of places) a difficulty in passage
- difficulty, impossibility
- embarrassment, doubt, uncertainty, anxiety
- need, poverty
- puzzle
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὸν Ἀρχέδημον νῦν τε ὀρθῶς ἐποίησας πέμψας, καὶ τὸ λοιπόν, ἐπειδὰν ἔλθῃ πρὸς σὲ καὶ ἀπαγγείλῃ τὰ παρ ἐμοῦ, μετὰ ταῦτα ἴσως ἄλλαι σε ἀπορίαι λήψονται. (Plato, Epistles, Letter 2 24:1)
(플라톤, Epistles, Letter 2 24:1)
- ἐπεὶ δ εἰσὶν ἀπορίαι περὶ ἑκάστην πραγματείαν οἰκεῖαι, δῆλον ὅτι καὶ περὶ βίου τοῦ κρατίστου καὶ ζωῆς τῆς ἀρίστης εἰσίν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 24:2)
(아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 24:2)
- αἱ μὲν οὖν περὶ τὸν ἀκρατῆ καὶ ἐγκρατῆ ἀπορίαι <αὗται> περὶ τοῦ βίᾳ πράττειν ἢ ἀμφοτέρους ἢ τὸν ἕτερον, ὥστε ἢ μὴ ἑκόντας ἢ ἅμα βίᾳ καὶ ἑκόντας, εἰ δὲ τὸ βίᾳ ἀκούσιον, ἅμα ἑκόντας καὶ ἄκοντας πράττειν: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 144:2)
(아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 144:2)
- πολλοὶ μὲν οὖν κατὰ τὰς μάχας αὐτῷ κίνδυνοι συνέπεσον καὶ τραύμασι νεανικοῖς ἀπήντησε, τὴν δὲ πλείστην φθορὰν ἀπορίαι τῶν ἀναγκαίων καὶ δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος ἀπειργάσαντο τῆς στρατιᾶς, αὐτὸς δὲ τόλμῃ τὴν τύχην ὑπερβαλέσθαι καὶ τὴν δύναμιν ἀρετῇ φιλοτιμούμενος, οὐδὲν ᾤετο τοῖς θαρροῦσιν ἀνάλωτον οὐδὲ ὀχυρὸν εἶναι τοῖς ἀτόλμοις. (Plutarch, Alexander, chapter 58 1:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 58 1:1)
- αἱ μὲν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνελεῖν δεῖ τὰ δὲ καταλιπεῖν: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 25:4)
(아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 7 25:4)
유의어
-
a difficulty in passage
-
어려움
-
필요
-
문제