ἀποκλείω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποκλείω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
κλεί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to shut off from or out of, debar, to shut, out, to get, debarred from
- to shut out or exclude from
- to shut up, to bar, close, to be closed
- to shut up
- to shut out, intercept, bar
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ δώσω τὴν δόξαν Δαυὶδ αὐτῷ, καὶ ἄρξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων. καὶ δώσω αὐτῷ τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυὶδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ καὶ ἀνοίξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων. (Septuagint, Liber Isaiae 22:22)
- σὺ μέντοι πάνυ μεμψίμοιροσ εἶναί μοι δοκεῖσ, ὃσ νῦν μὲν τὸν Τίμωνα αἰτιᾷ, διότι σοι τὰσ θύρασ ἀναπετάσασ ἠφίει περινοστεῖν ἐλευθέρωσ οὔτε ἀποκλείων οὔτε ζηλοτυπῶν ἄλλοτε δὲ τοὐναντίον ἠγανάκτεισ κατὰ τῶν πλουσίων κατακεκλεῖσθαι λέγων πρὸσ αὐτῶν ὑπὸ μοχλοῖσ καὶ κλεισὶ καὶ σημείων ἐπιβολαῖσ, ὡσ μηδὲ παρακύψαι σοι ἐσ τὸ φῶσ δυνατὸν εἶναι. (Lucian, Timon, (no name) 13:3)
- ἐκεῖνοσ γὰρ Ἀντίγονον μὲν ἔχων σύμμαχον, τρέφων δὲ πολλοὺσ ἕνεκα τῆσ τοῦ σώματοσ ἀσφαλείασ, οὐδένα δὲ ἐν τῇ πόλει ζῶντα τῶν ἐχθρῶν ὑπολελοιπώσ, τοὺσ μὲν δορυφόρουσ καὶ φύλακασ ἔξω παρεμβάλλειν ἐκέλευεν ἐν τῷ περιστύλῳ, τοὺσ δὲ οἰκέτασ, ὁπότε δειπνήσαι, τάχιστα πάντασ ἐξελαύνων καὶ τὴν μέταυλον ἀποκλείων μετὰ τῆσ ἐρωμένησ αὐτὸσ εἰσ οἴκημα κατεδύετο μικρὸν ὑπερῷον, θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον· (Plutarch, Aratus, chapter 26 1:1)
- "ὁ μὲν οὖν Πλανητιάδου λόγοσ οὐκ ἀρεστὸσ ἐμοὶ διά τε τἄλλα καὶ τὴν ἀνωμαλίαν, ἣν περὶ τὸν θεὸν ποιεῖ, πῆ μὲν ἀποστρεφόμενον καὶ ἀπαξιοῦντα τὴν κακίαν πῆ δὲ πάλιν αὖ προσιέμενον ὥσπερ βασιλεύσ τισ ἢ τύραννοσ ἑτέραισ ἀποκλείων θύραισ τοὺσ πονηροὺσ καθ’ ἑτέρασ εἰσδέχοιτο καὶ χρηματίζοι. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 8 1:4)
- ταύτησ ἀφροσύνησ ἔστι δ’ ὅπου καὶ τὸ ἔργον ἅμα τῷ λόγῳ συνῆψεν, ὡσ Μενέδημοσ Ἀσκληπιάδου τοῦ φίλου τὸν υἱὸν ἄσωτον ὄντα καὶ ἄτακτον ἀποκλείων καὶ μὴ προσαγορεύων ἐσωφρόνισε, καὶ Βάτωνι τὴν σχολὴν ἀπεῖπεν Ἀρκεσίλαοσ, ὅτε πρὸσ Κλεάνθην στίχον ἐποίησεν ἐν κωμῳδίᾳ, πείσαντοσ δὲ τὸν Κλεάνθην καὶ μεταμελομένου διηλλάγη. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 11 14:1)
Synonyms
-
to shut off from or out of
-
to shut out or exclude from
-
to shut up
- κλείω (to shut, close, bar)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- συμμύω (to be shut up, to close, be closed)
- συγκλείω (to shut close, to close, shut the doors)
- κλείω (to shut up, close, block)
-
to shut up
- συγκαθείργω (to shut up with, to be shut up with)
- κλῄζω (to shut)
- ἔργω (to shut out)
- ἐκσφραγίζομαι (to be shut out from)
- εἰσέργνυμι (to shut up in)
- εἵργνυμι (to shut in or up)
- ἐκκλείω (to shut out from)
- ἐγκλείω (to shut oneself up in)
- προσκατακλείω (to shut up besides)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- ἐρχατάομαι (to be kept or shut up)
- ἀπείργω (to shut up, confine)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- ἐξέργω (to shut out from, debar)
- περιέχω (to be shut in or beleaguered)
- μύω (with one's eyes shut)
-
to shut out
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- κλείω (to shut, close, bar)
Derived
- ἐγκλείω (to shut in, close, to shut or confine within)
- ἐκκλείω (to shut out from, to exclude from, being hindered)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐπικλείω (to extol or praise the more)
- κατακλείω (to shut in, inclose, to drive them into)
- κλείω (to celebrate)
- κλείω (to shut, close, bar)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- περικλείω (to shut in all round, surround on all sides, to get)
- συγκλείω (to shut or coop up, hem in, enclose)