ἀποκλείω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποκλείω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
κλεί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to shut off from or out of, debar, to shut, out, to get, debarred from
- to shut out or exclude from
- to shut up, to bar, close, to be closed
- to shut up
- to shut out, intercept, bar
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐκοῦν, εἴ γε καλῶσ ἔχει ταῦτα οὕτω γίγνεσθαι, οἰκοδομεῖν δεῖ ὑψηλότερα μὲν τὰ πρὸσ μεσημβρίαν, ἵνα ὁ χειμερινὸσ ἥλιοσ μὴ ἀποκλείηται, χθαμαλώτερα δὲ τὰ πρὸσ ἄρκτον, ἵνα οἱ ψυχροὶ μὴ ἐμπίπτωσιν ἄνεμοι· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 8 12:3)
- Βέλτιον δὲ καὶ τὸ ἄνωθεν, οἱο͂ν κνήμησ, καὶ τὸν ἕτερον μηρὸν, καὶ τὸ σκέλοσ τὸ ὑγιὲσ συνεπιδεῖν, ὡσ ὁμοιότερον ᾖ, καὶ ὁμοίωσ ἐλινύῃ, καὶ ὁμοίωσ τῆσ τροφῆσ ἀποκλείηται καὶ δέχηται‧ ὀθονίων πλήθει, μὴ πιέξει‧ ἀνιέντα πρῶτον τὸ μάλιστα δεόμενον, καὶ ἀνατρίψει χρώμενον σαρκούσῃ, καὶ καταχύσει‧ ἄνευ ναρθήκων. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., KAT' IHTREION., 24.2)
- δήμαρχοι ταῦθ’ ὑφορώμενοι καὶ αὐτοὶ τὴν φυλετικὴν ἐκκλησίαν ᾤοντο δεῖν συνάγειν καὶ τοῦ ἀγῶνοσ ἐκείνην ποιῆσαι κυρίαν, ἵνα μήθ’ οἱ πένητεσ τῶν πλουσίων μειονεκτῶσι μήθ’ οἱ ψιλοὶ τῶν ὁπλιτῶν ἀτιμοτέραν χώραν ἔχωσι, μήτ’ ἀπερριμμένον εἰσ τὰσ ἐσχάτασ κλήσεισ τὸ δημοτικὸν πλῆθοσ ἀποκλείηται τῶν ἴσων, ἰσόψηφοι δὲ καὶ ὁμότιμοι πάντεσ ἀλλήλοισ γενόμενοι μιᾷ κλήσει τὴν ψῆφον ἐπενέγκωσι κατὰ φυλάσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 59 15:1)
Synonyms
-
to shut off from or out of
-
to shut out or exclude from
-
to shut up
- κλείω (to shut, close, bar)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- συμμύω (to be shut up, to close, be closed)
- συγκλείω (to shut close, to close, shut the doors)
- κλείω (to shut up, close, block)
-
to shut up
- συγκαθείργω (to shut up with, to be shut up with)
- κλῄζω (to shut)
- ἔργω (to shut out)
- ἐκσφραγίζομαι (to be shut out from)
- εἰσέργνυμι (to shut up in)
- εἵργνυμι (to shut in or up)
- ἐκκλείω (to shut out from)
- ἐγκλείω (to shut oneself up in)
- προσκατακλείω (to shut up besides)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- ἐρχατάομαι (to be kept or shut up)
- ἀπείργω (to shut up, confine)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- ἐξέργω (to shut out from, debar)
- περιέχω (to be shut in or beleaguered)
- μύω (with one's eyes shut)
-
to shut out
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- κλείω (to shut, close, bar)
Derived
- ἐγκλείω (to shut in, close, to shut or confine within)
- ἐκκλείω (to shut out from, to exclude from, being hindered)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐπικλείω (to extol or praise the more)
- κατακλείω (to shut in, inclose, to drive them into)
- κλείω (to celebrate)
- κλείω (to shut, close, bar)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- περικλείω (to shut in all round, surround on all sides, to get)
- συγκλείω (to shut or coop up, hem in, enclose)