ἀποκλείω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποκλείω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
κλεί
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to shut off from or out of, debar, to shut, out, to get, debarred from
- to shut out or exclude from
- to shut up, to bar, close, to be closed
- to shut up
- to shut out, intercept, bar
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐθρυπτόμην δὲ πολλάκισ καὶ ἀπέκλειον αὐτῶν τινασ ἐνίοτε, οἱ δὲ ἡμιλλῶντο καὶ ἀλλήλουσ ὑπερεβάλλοντο ἐν τῇ περὶ ἐμὲ φιλοτιμίᾳ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 5:4)
- ἦσαν δὲ ὑπερμεγέθεισ αὗται, συγκρουόμεναι δὲ ἀλλήλαισ ὑπὸ τῆσ τῶν πνευμάτων βίασ τὸν διὰ θαλάσσησ πόρον ἀπέκλειον. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 22:2)
- καὶ τινὲσ μὲν ἐπὶ τοῖσ ὑψηλοῖσ ἑστῶτεσ ἔβαλλον τοὺσ ἐπιόντασ, τινὲσ δὲ τοὺσ εὐκαίρουσ τῶν τόπων καταλαβόντεσ ἀπέκλειον τῆσ ὁδοῦ τοὺσ βαρβάρουσ, ἄλλοι δὲ κατὰ τῶν κρημνῶν τοὺσ φεύγοντασ ῥίπτειν ἑαυτοὺσ ἠνάγκαζον· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 29 9:1)
- Λιμένεσ δ’ εἰσὶ τοῖσ Ταραντινοισ πρὸσ βορρᾶν ἄνεμον ἐκ πελάγουσ ἐσπλέοντι διὰ ἰσθμοῦ, καὶ τὸν ἰσθμὸν ἀπέκλειον γεφύραισ, ὧν τότε κρατοῦντεσ οἱ Ῥωμαίων φρουροὶ σφίσι μὲν ἐδέχοντο τὴν ἀγορὰν ἐκ θαλάσσησ, Ταραντίνοισ δ’ ἐκώλυον ἐσκομίζεσθαι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 3:1)
- Οἱ δὲ λιμένεσ ἐσ ἀλλήλουσ διεπλέοντο, καὶ ἔσπλουσ ἐκ πελάγουσ ἐσ αὐτοὺσ ἦν ἐσ εὖροσ ποδῶν ἑβδομήκοντα, ὃν ἁλύσεσιν ἀπέκλειον σιδηραῖσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 14 2:1)
Synonyms
-
to shut off from or out of
-
to shut out or exclude from
-
to shut up
- κλείω (to shut, close, bar)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- συμμύω (to be shut up, to close, be closed)
- συγκλείω (to shut close, to close, shut the doors)
- κλείω (to shut up, close, block)
-
to shut up
- συγκαθείργω (to shut up with, to be shut up with)
- κλῄζω (to shut)
- ἔργω (to shut out)
- ἐκσφραγίζομαι (to be shut out from)
- εἰσέργνυμι (to shut up in)
- εἵργνυμι (to shut in or up)
- ἐκκλείω (to shut out from)
- ἐγκλείω (to shut oneself up in)
- προσκατακλείω (to shut up besides)
- μύω (to close, shut)
- μύω (to close, be shut, having)
- κατακλείω (to shut up, close)
- ἐγκλείω (to shut in, close)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- πυκάζω (to close, shut, shut up)
- ἐρχατάομαι (to be kept or shut up)
- ἀπείργω (to shut up, confine)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- ἐξέργω (to shut out from, debar)
- περιέχω (to be shut in or beleaguered)
- μύω (with one's eyes shut)
-
to shut out
- ἔργω (to bar one's way, by shutting in or shutting out)
- κλείω (to shut, close, bar)
Derived
- ἐγκλείω (to shut in, close, to shut or confine within)
- ἐκκλείω (to shut out from, to exclude from, being hindered)
- ἐπικλείω (to shut to, close)
- ἐπικλείω (to extol or praise the more)
- κατακλείω (to shut in, inclose, to drive them into)
- κλείω (to celebrate)
- κλείω (to shut, close, bar)
- παρακλείω (to shut out, exclude)
- περικλείω (to shut in all round, surround on all sides, to get)
- συγκλείω (to shut or coop up, hem in, enclose)