ἀπογράφω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀπογράφω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
γράφ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to write off, copy: to enter in a list, register, to have, registered, to register for one's own use
- to give in one's name, register, enlist oneself
- to enter, as accused, give in a copy of the charge, to inform against, denounce
- to give in a list, gave a written acknowledgment
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀπογράφονται δὲ αὐτοὺσ ἀπὸ πέμπτησ καὶ εἰκάδοσ τοῦ Παχὼν ἕωσ τῆσ τετάρτησ τοῦ Ἐπιφί, ἐπὶ ἡμέρασ τεσσαράκοντα, συνίστανται δὲ αὐτῶν τὴν ἀπώλειαν ἀπὸ πέμπτησ τοῦ Ἐπιφὶ ἕωσ ἑβδόμησ, ἡμέραισ τρισίν, (Septuagint, Liber Maccabees III 6:38)
- εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενοσ οἱο͂ν δ’ ἥλιοσ ἐν οὐρανῷ μίμημα τὸ περικαλλὲσ αὐτοῦ δι’ ἐσόπτρου εἴδωλον ἀναφαίνεται τοῖσ ἐκεῖνον ἐνορᾶν δι’ αὐτοῦ δυνατοῖσ, οὕτω τὸ ἐν πόλεσι φέγγοσ εὐδικίασ καὶ λόγου τοῦ περὶ αὑτὸν ὥσπερ εἰκόνα κατέστησεν, ἣν οἱ μακάριοι καὶ σώφρονεσ ἐκ φιλοσοφίασ ἀπογράφονται πρὸσ τὸ κάλλιστον τῶν πραγμάτων πλάττοντεσ ἑαυτούσ. (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 5 2:1)
- "διὰ τί δ’ οἱ πρεσβεύοντεσ εἰσ Ῥώμην ὁποθενοῦν ἐπὶ τὸν τοῦ Κρόνου ναὸν βαδίζοντεσ ἀπογράφονται πρὸσ τοὺσ ἐπάρχουσ τοῦ ταμιείου; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 431)
- "διὰ τί δ’ οἱ πρεσβεύοντεσ εἰσ Ῥώμην ὁποθενοῦν ἐπὶ τὸν τοῦ Κρόνου ναὸν βαδίζοντεσ ἀπογράφονται πρὸσ τοὺσ ἐπάρχουσ τοῦ ταμιείου ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 431)
- οὕτω δὴ ἀπογράφονται πάντεσ ἀνέλαβόν τε τὰ ὅπλα πάντεσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 23:3)
Derived
- ἀναγράφω (to engrave and set up, to inscribe, register)
- γράφω (I scratch, carve, I draw)
- διαγράφω (to mark out by lines, delineate, to draw a line through)
- ἐγγράφω (to mark in or on, to paint on, to inscribe)
- εἰσγράφω (to write in, inscribe, to have oneself written)
- ἐκγράφω (to write out, to write out or copy for oneself)
- ἐπιγράφω (to mark the surface, just pierce, graze)
- καταγράφω (to scratch away, lacerate, to engrave)
- μεταγράφω (to write differently, to alter or correct what one has written, to alter the record)
- παραγράφω (to write by the side, to add, to enroll)
- περιγράφω (to draw a line round, mark round, to draw)
- προγράφω (to write before or first, to give public notice of, to summon by public notice)
- προσγράφω (to write besides, add in writing, conditions added to a treaty)
- προσεγγράφω (to inscribe besides upon a pillar, to add a limiting clause)
- προσεπιγράφω (to write on besides)
- συγγράφω (to write or note down, to have, written down)
- συναναγράφω (to register or record together)
- ὑπογράφω (to write under, to sign )