Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπογράφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπογράφω

Structure: ἀπο (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write off, copy: to enter in a list, register, to have, registered, to register for one's own use
  2. to give in one's name, register, enlist oneself
  3. to enter, as accused, give in a copy of the charge, to inform against, denounce
  4. to give in a list, gave a written acknowledgment

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπογράφω ἀπογράφεις ἀπογράφει
Dual ἀπογράφετον ἀπογράφετον
Plural ἀπογράφομεν ἀπογράφετε ἀπογράφουσιν*
SubjunctiveSingular ἀπογράφω ἀπογράφῃς ἀπογράφῃ
Dual ἀπογράφητον ἀπογράφητον
Plural ἀπογράφωμεν ἀπογράφητε ἀπογράφωσιν*
OptativeSingular ἀπογράφοιμι ἀπογράφοις ἀπογράφοι
Dual ἀπογράφοιτον ἀπογραφοίτην
Plural ἀπογράφοιμεν ἀπογράφοιτε ἀπογράφοιεν
ImperativeSingular ἀπογράφε ἀπογραφέτω
Dual ἀπογράφετον ἀπογραφέτων
Plural ἀπογράφετε ἀπογραφόντων, ἀπογραφέτωσαν
Infinitive ἀπογράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπογραφων ἀπογραφοντος ἀπογραφουσα ἀπογραφουσης ἀπογραφον ἀπογραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπογράφομαι ἀπογράφει, ἀπογράφῃ ἀπογράφεται
Dual ἀπογράφεσθον ἀπογράφεσθον
Plural ἀπογραφόμεθα ἀπογράφεσθε ἀπογράφονται
SubjunctiveSingular ἀπογράφωμαι ἀπογράφῃ ἀπογράφηται
Dual ἀπογράφησθον ἀπογράφησθον
Plural ἀπογραφώμεθα ἀπογράφησθε ἀπογράφωνται
OptativeSingular ἀπογραφοίμην ἀπογράφοιο ἀπογράφοιτο
Dual ἀπογράφοισθον ἀπογραφοίσθην
Plural ἀπογραφοίμεθα ἀπογράφοισθε ἀπογράφοιντο
ImperativeSingular ἀπογράφου ἀπογραφέσθω
Dual ἀπογράφεσθον ἀπογραφέσθων
Plural ἀπογράφεσθε ἀπογραφέσθων, ἀπογραφέσθωσαν
Infinitive ἀπογράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπογραφομενος ἀπογραφομενου ἀπογραφομενη ἀπογραφομενης ἀπογραφομενον ἀπογραφομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION