헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνδρεῖος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνδρεῖος ἀνδρείᾱ ανδρεῖον

형태분석: ἀνδρει (어간) + ος (어미)

어원: a)nh/r

  1. 남자의
  2. 씩씩한, 용감한, 남자다운
  3. 고집스러운
  1. Of or pertaining to a man
  2. manly, masculine, courageous, strong
  3. stubborn

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνδρεῖος

남자의 (이)가

ἀνδρείᾱ

남자의 (이)가

ἀνδρεῖον

남자의 (것)가

속격 ἀνδρείου

남자의 (이)의

ἀνδρείᾱς

남자의 (이)의

ἀνδρείου

남자의 (것)의

여격 ἀνδρείῳ

남자의 (이)에게

ἀνδρείᾱͅ

남자의 (이)에게

ἀνδρείῳ

남자의 (것)에게

대격 ἀνδρεῖον

남자의 (이)를

ἀνδρείᾱν

남자의 (이)를

ἀνδρεῖον

남자의 (것)를

호격 ἀνδρεῖε

남자의 (이)야

ἀνδρείᾱ

남자의 (이)야

ἀνδρεῖον

남자의 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνδρείω

남자의 (이)들이

ἀνδρείᾱ

남자의 (이)들이

ἀνδρείω

남자의 (것)들이

속/여 ἀνδρείοιν

남자의 (이)들의

ἀνδρείαιν

남자의 (이)들의

ἀνδρείοιν

남자의 (것)들의

복수주격 ἀνδρεῖοι

남자의 (이)들이

ἀνδρεῖαι

남자의 (이)들이

ἀνδρεῖα

남자의 (것)들이

속격 ἀνδρείων

남자의 (이)들의

ἀνδρειῶν

남자의 (이)들의

ἀνδρείων

남자의 (것)들의

여격 ἀνδρείοις

남자의 (이)들에게

ἀνδρείαις

남자의 (이)들에게

ἀνδρείοις

남자의 (것)들에게

대격 ἀνδρείους

남자의 (이)들을

ἀνδρείᾱς

남자의 (이)들을

ἀνδρεῖα

남자의 (것)들을

호격 ἀνδρεῖοι

남자의 (이)들아

ἀνδρεῖαι

남자의 (이)들아

ἀνδρεῖα

남자의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βδέλυγμα δικαίοισ ἀνὴρ ἄδικοσ, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδόσ. ̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν . Γυναῖκα ἀνδρείαν τίσ εὑρήσει̣ τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:27)

    (70인역 성경, 잠언 29:27)

  • Καὶ εἶδον ἐγὼ σὺν πάντα τὸν μόχθον καὶ σὺν πᾶσαν ἀνδρείαν τοῦ ποιήματοσ, ὅτι αὐτὸ ζῆλοσ ἀνδρὸσ ἀπὸ τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ. καί γε τοῦτο ματαιότησ καὶ προαίρεσισ πνεύματοσ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 4:4)

    (70인역 성경, 코헬렛 4:4)

  • καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τισ, οἱ πόνοι ταύτησ εἰσὶν ἀρεταί. σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποισ. (Septuagint, Liber Sapientiae 8:7)

    (70인역 성경, 지혜서 8:7)

  • ὥστε κρεῖσσον εἶναι βασιλέα ἐπιδεικνύμενον τὴν ἑαυτοῦ ἀνδρείαν ἢ σκεῦοσ ἐν οἰκίᾳ χρήσιμον, ἐφ’ ᾣ χρήσεται ὁ κεκτημένοσ, ἢ οἱ ψευδεῖσ θεοί. ἢ καὶ θύρα ἐν οἰκίᾳ διασῴζουσα τὰ ἐν αὐτῇ ὄντα ἢ ψευδεῖσ θεοί. καὶ ξύλινοσ στύλοσ ἐν βασιλείοισ ἢ οἱ ψευδεῖσ θεοί. (Septuagint, Litterae Ieremiae 1:59)

    (70인역 성경, Litterae Ieremiae 1:59)

  • καί τούτῳ νόμον ἔδωκε, καθ’ ὃν πολιτευόμενοσ βασιλεύσει βασιλείαν σώφρονά τε καὶ δικαίαν καὶ ἀγαθὴν καὶ ἀνδρείαν. ‐ (Septuagint, Liber Maccabees IV 2:23)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 2:23)

유의어

  1. 남자의

  2. 씩씩한

  3. 고집스러운

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION