Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνάγωγος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνάγωγος

Structure: ἀναγωγ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gwgh/

Sense

  1. ill-trained, ill-broken, unmanageable

Examples

  • "λέγειν δὲ τὴν φωνὴν τοὺσ μὲν εὐθεῖαν καὶ τεταγμένην κίνησιν ἔχοντασ εὐηνίοισ ψυχαῖσ χρῆσθαι διὰ τροφὴν καὶ παίδευσιν ἀστείαν, οὐκ ἄγαν σκληρὸν καὶ ἄγριον παρεχομέναισ τὸ ἄλογον τοὺσ δ’ ἄνω καὶ κάτω πολλάκισ ἀνωμάλωσ καὶ τεταραγμένωσ ἐγκλίνοντασ, οἱο͂ν ἐκ δεσμοῦ σπαραττομένουσ, δυσπειθέσι καὶ ἀναγώγοισ δι’ ἀπαιδευσίαν ζυγομαχεῖν ἤθεσι, πῆ μὲν κρατοῦντασ καὶ περιάγοντασ; (Plutarch, De genio Socratis, section 2244)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION