헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄμικτος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄμικτος ἄμικτη ἄμικτον

형태분석: ἀ (접두사) + μικτ (어간) + ος (어미)

  1. 순수한, 맑은, 순
  1. unmingled, that will not mingle or blend
  2. unmixed, pure
  3. not mingling with others, to have intercourse, unsociable, having no intercourse with
  4. inhospitable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ά̓μικτος

(이)가

ἄμίκτη

(이)가

ά̓μικτον

(것)가

속격 ἀμίκτου

(이)의

ἄμίκτης

(이)의

ἀμίκτου

(것)의

여격 ἀμίκτῳ

(이)에게

ἄμίκτῃ

(이)에게

ἀμίκτῳ

(것)에게

대격 ά̓μικτον

(이)를

ἄμίκτην

(이)를

ά̓μικτον

(것)를

호격 ά̓μικτε

(이)야

ἄμίκτη

(이)야

ά̓μικτον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀμίκτω

(이)들이

ἄμίκτᾱ

(이)들이

ἀμίκτω

(것)들이

속/여 ἀμίκτοιν

(이)들의

ἄμίκταιν

(이)들의

ἀμίκτοιν

(것)들의

복수주격 ά̓μικτοι

(이)들이

ά̓́μικται

(이)들이

ά̓μικτα

(것)들이

속격 ἀμίκτων

(이)들의

ἄμικτῶν

(이)들의

ἀμίκτων

(것)들의

여격 ἀμίκτοις

(이)들에게

ἄμίκταις

(이)들에게

ἀμίκτοις

(것)들에게

대격 ἀμίκτους

(이)들을

ἄμίκτᾱς

(이)들을

ά̓μικτα

(것)들을

호격 ά̓μικτοι

(이)들아

ά̓́μικται

(이)들아

ά̓μικτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὥστε τοῖσ τούτων δόγμασι τὸ ζῆν ἀναιρεῖται καὶ τὸ ζῷον εἶναι, κενὰσ καὶ ἀπαθεῖσ καὶ ἀθέουσ καὶ ἀψύχουσ, ἔτι δ’ ἀμίκτουσ καὶ ἀσυγκράτουσ ἀρχὰσ ὑποτιθεμένοισ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 10 1:14)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 10 1:14)

  • ἐνταῦθα δὴ πολλὰ παθὼν καὶ ποικίλα ἔθνη διελθὼν καὶ ἀνθρώποισ ἀμίκτοισ ἐπιδημήσασ χρόνῳ ποτὲ ἥξεισ εἰσ τὴν ἑτέραν ἤπειρον. (Lucian, Verae Historiae, book 2 27:8)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 27:8)

  • αὐτὴ γὰρ ἡ προσδεχομένη καὶ ζητοῦσα φιλίαν καὶ ὁμιλίαν χρεία διδάσκει τὸ συγγενὲσ τιμᾶν καὶ περιέπειν καὶ διαφυλάττειν, ὡσ ἀφίλουσ καὶ ἀμίκτουσ καὶ μονοτρόπουσ ζῆν μὴ δυναμένουσ μηδὲ πεφυκότασ. (Plutarch, De fraterno amore, section 3 1:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 3 1:1)

  • αὐτὴ γὰρ ἡ προσδεχομένη καὶ ζητοῦσα φιλίαν καὶ ὁμιλίαν χρεία διδάσκει τὸ συγγενὲσ τιμᾶν καὶ περιέπειν καὶ διαφυλάττειν, ὡσ ἀφίλουσ καὶ ἀμίκτουσ καὶ μονοτρόπουσ ζῆν μὴ δυναμένουσ μηδὲ πεφυκότασ. (Plutarch, De fraterno amore, section 3 2:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 3 2:1)

  • ἀνάγκη γάρ, εἰσ ἄλληλα χωρούντων τῷ κεράννυσθαι, μὴ θάτερον μὲν περιέχειν περιέχεσθαι δὲ θάτερον, καὶ τὸ μὲν δέχεσθαι τὸ δ’ ἐνυπάρχειν οὕτω γὰρ οὐ κρᾶσισ ἁφὴ δὲ καὶ ψαῦσισ ἔσται τῶν ἐπιφανειῶν, τῆσ μὲν ἐντὸσ ὑποδυομένησ τῆσ δ’ ἐκτὸσ περιεχούσησ, τῶν δ’ ἄλλων μερῶν ἀμίκτων καὶ καθαρῶν ἐνδιαφερομένων· (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 10:3)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 10:3)

  • "πότ’ οὖν ἔσται θηριώδησ καὶ ἄγριοσ καὶ ἄμικτοσ ἡμῶν ὁ βίοσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 30 1:4)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 30 1:4)

  • τὶσ γὰρ ἢ δράκαιν’ ἄμικτοσ ἢ Χίμαιρα πυρπνόοσ ἢ Χάρυβδισ ἢ τρίκρανοσ Σκύλλα, ποντία κύων, Σφίγξ, Ὕδρα, λέαιν’, ἔχιδνα, πτηνὰ θ’ Ἁρπυιῶν γένη, εἰσ ὑπερβολὴν ἀφῖκται τοῦ καταπτύστου γένουσ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 6 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 6 3:3)

  • τοὺσ ἀδελφούσ, οὕτωσ ἄμικτόσ ἐστι καὶ θηριώδησ ἡ τῆσ πλεονεξίασ ὑπόθεσισ. (Plutarch, chapter 9 2:3)

    (플루타르코스, chapter 9 2:3)

  • αἴθ’ ὄφελεσ καὶ ἄμικτοσ ἀνύμφευτόσ τε παρείησ, ἄφθοροσ ὡσ κούρη πρὸσ πόσιν ἐρχομένη. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 229 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 229 1:1)

유의어

  1. 순수한

  2. inhospitable

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION