ἄκρον
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἄκρον
ἄκρου
형태분석:
ἀκρ
(어간)
+
ον
(어미)
어원: neut. of a)/kros
뜻
- 최고, 정상
- 망토, 민소매 코트
- 끝, 매듭, 막바지
- peak (e.g. of a mountain)
- headland, cape
- end, extremity
- highest height
- (in the plural, logic) the major and minor points of syllogism
- extreme
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἢν δὲ ἀγεννέστεροσ καὶ ταπεινότεροσ, προσίεται μὲν καὶ προσμειδιᾷ τοῖσ χείλεσιν ἄκροισ, μισεῖ δὲ καὶ λάθρᾳ τοὺσ ὀδόντασ διαπρίει καί, ὡσ ὁ ποιητήσ φησι, βυσσοδομεύει τὴν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:1)
- πάσχει δὲ αὐτὸ μάλιστα ἐπὶ τῶν κύκλων, οὓσ ἐπ’ ἄκροισ ἔχει τοῖσ πτεροῖσ, ἴριδόσ τινοσ ἕκαστον περιθεούσησ· (Lucian, De Domo, (no name) 11:4)
(루키아노스, De Domo, (no name) 11:4)
- ἥ τε γὰρ θάλαττα εὐθὺσ ἀκύμων ἐγένετο καὶ τὴν γαλήνην ἐπισπασαμένη λείαν παρεῖχεν ἑαυτήν, ἡμεῖσ δὲ πάντεσ ἡσυχίαν ἄγοντεσ οὐδὲν ἄλλο ἢ θεαταὶ μόνον τῶν γιγνομένων παρηκολουθοῦμεν, Ἔρωτεσ δὲ παραπετόμενοι μικρὸν ἐκ τῆσ θαλάττησ, ὡσ ἐνίοτε ἄκροισ τοῖσ ποσὶν ἐπιψαύειν τοῦ ὕδατοσ, ἡμμένασ τὰσ δᾷδασ φέροντεσ ᾖδον ἅμα τὸν ὑμέναιον, αἱ Νηρηίδεσ δὲ ἀναδῦσαι παρίππευον ἐπὶ τῶν δελφίνων ἐπικροτοῦσαι ἡμίγυμνοι αἱ πολλαί, τό τε τῶν Τριτώνων γένοσ καὶ εἴ τι ἄλλο μὴ φοβερὸν ἰδεῖν τῶν θαλαττίων ἅπαντα περιεχόρευε τὴν παῖδα· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 33)
(루키아노스, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 33)
- καὶ ὁ πόνοσ οὗτοσ ὤμουσ τε αὐτῶν κρατύνει καὶ τόνον τοῖσ ἄκροισ ἐντίθησιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 27:7)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 27:7)
- εἶτα διαδήσασ καὶ κατὰ τοὺσ ὤμουσ τελαμῶσι καρτεροῖσ ἁρμοσάμενοσ καὶ πρὸσ ἄκροισ τοῖσ ὠκυπτέροισ λαβάσ τινασ ταῖσ χερσὶ παρασκευάσασ ἐπειρώμην ἐμαυτοῦ τὸ πρῶτον ἀναπηδῶν καὶ ταῖσ χερσὶ ὑπηρετῶν καὶ ὥσπερ οἱ χῆνεσ ἔτι χαμαιπετῶσ ἐπαιρόμενοσ καὶ ἀκροβατῶν ἅμα μετὰ τῆσ πτήσεωσ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:9)
(루키아노스, Icaromenippus, (no name) 10:9)
유의어
-
최고
-
망토
-
끝
- τέρθρον (끝, 매듭, 막바지)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- πέρας (끝, 목적, 목표)
- τέρμων (끝, 매듭)
- τέλος (끝)
- τελευτή (끝, 매듭)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- ἄκρᾱ (끝, 꼭대기, 정상)
-
highest height
-
extreme
- τέρθρον (끝, 매듭, 막바지)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- περιέσχατα (the surrounding extremities)
- ὑπερβολή (우수리, 과도, 봉우리)
- ἀκρωτήριον (부리, 닭의 부리, 국경)
- τέρθρον (위기, 한계, 국경)