ἄκρον
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἄκρον
ἄκρου
형태분석:
ἀκρ
(어간)
+
ον
(어미)
어원: neut. of a)/kros
뜻
- 최고, 정상
- 망토, 민소매 코트
- 끝, 매듭, 막바지
- peak (e.g. of a mountain)
- headland, cape
- end, extremity
- highest height
- (in the plural, logic) the major and minor points of syllogism
- extreme
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸσ Ἰωνάθαν. ἀπάγγειλόν μοι τί πεποίηκασ. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωνάθαν καὶ εἶπε. γευόμενοσ ἐγευσάμην ἐν ἄκρῳ τῷ σκήπτρῳ τῷ ἐν τῇ χειρί μου βραχὺ μέλι, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω. (Septuagint, Liber I Samuelis 14:43)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 14:43)
- ἐὰν λάβῃ ἄνθρωποσ κρέασ ἅγιον ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ἱματίου αὐτοῦ καὶ ἅψηται τὸ ἄκρον τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἄρτου ἢ ἑψήματοσ ἢ οἴνου ἢ ἐλαίου ἢ παντὸσ βρώματοσ, εἰ ἁγιασθήσεται̣ καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ ἱερεῖσ καὶ εἶπαν. οὔ. (Septuagint, Prophetia Aggaei 2:12)
(70인역 성경, 하까이서 2:12)
- ταύτῃ, ὦ Ἥρα, πρὸσ τὰ λαιὰ περισκόπει, μὴ πρὸσ ἄκρῳ τῷ ὄρει, παρὰ δὲ τὴν πλευράν, οὗ τὸ ἄντρον, ἔνθα καὶ τὴν ἀγέλην ὁρᾷσ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 5:6)
(루키아노스, Dearum judicium, (no name) 5:6)
- οὐ μὴν ἀνίπτοισ γε ποσίν, τὸ τοῦ λόγου, πρὸσ ταῦτα ᾖξεν, ἀλλὰ καὶ ποιηταῖσ σύντροφοσ ἐγένετο καὶ τῶν πλείστων ἐμέμνητο καὶ λέγειν ἤσκητο καὶ τὰσ ἐν φιλοσοφίᾳ προαιρέσεισ οὐκ ἐπ’ ὀλίγον οὐδὲ κατὰ τὴν παροιμίαν ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἁψάμενοσ ἠπίστατο, καὶ τὸ σῶμα δὲ ἐγεγύμναστο καὶ πρὸσ καρτερίαν διεπεπόνητο, καὶ τὸ ὅλον ἐμεμελήκει αὐτῷ μηδενὸσ ἄλλου προσδεᾶ εἶναι· (Lucian, (no name) 4:1)
(루키아노스, (no name) 4:1)
- εἰσὶ δ’ οἳ καὶ μόνον ψαύσαντεσ ἔκτοσθεν τοῦ λέβητοσ ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ καὶ ἐπιχρισάμενοι τῆσ ἀσβόλου ἱκανῶσ οἰόνται καὶ οὗτοι μεταβεβάφθαι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:14)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:14)
유의어
-
최고
-
망토
-
끝
- τέρθρον (끝, 매듭, 막바지)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- πέρας (끝, 목적, 목표)
- τέρμων (끝, 매듭)
- τέλος (끝)
- τελευτή (끝, 매듭)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- ἄκρᾱ (끝, 꼭대기, 정상)
-
highest height
-
extreme
- τέρθρον (끝, 매듭, 막바지)
- τελευτή (끝, 매듭, 막바지)
- περιέσχατα (the surrounding extremities)
- ὑπερβολή (우수리, 과도, 봉우리)
- ἀκρωτήριον (부리, 닭의 부리, 국경)
- τέρθρον (위기, 한계, 국경)