Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκίνητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκίνητος ἀκίνητη ἀκίνητον

Structure: ἀ (Prefix) + κινητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. unmoved, motionless
  2. idle, sluggish
  3. unmoved, unaltered
  4. immovable, hard to move, immovable
  5. not to be stirred or touched, inviolate
  6. not to be shaken, steadfast, stubborn

Examples

  • τόθεν γὰρ πυθμένεσ θάλλουσιν ἐσθλ[ῶν, τοὺσ ὁ μεγιστοπάτωρ Ζεὺσ ἀκινήτουσ ἐν εἰρήν[ᾳ φυλάσσοι. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 15:3)
  • νοσημάτων τὰ μετ’ ἀναισθησίασ χείρονα, λήθαργοι κεφαλαλγίαι ἐπιληψίαι ἀποπληξίαι αὐτοί τε πυρετοὶ οἳ συντείναντεσ εἰσ παρακοπὴν τὸ φλεγμαῖνον καὶ τὴν αἴσθησιν ὥσπερ ἐν ὀργάνῳ διαταράξαντεσ κινοῦσι χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)
  • ὥσπερ ἐν ὀργάνῳ διαταράξαντεσ κινοῦσι χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 11:1)
  • ἡ δ’ ὀργὴ φυσῶσα καὶ διατείνουσα τὸ πρόσωπον ἀπρεπῶσ, ἔτι μᾶλλον αἰσχρὰν ἀφίησι καὶ ἀτερπῆ φωνὴν κινοῦσα χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, De cohibenda ira, section 6 13:1)
  • ἡ δ’ ὀργὴ φυσῶσα καὶ διατείνουσα τὸ πρόσωπον ἀπρεπῶσ, ἔτι μᾶλλον αἰσχρὰν ἀφίησι καὶ ἀτερπῆ φωνὴν κινοῦσα χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, De cohibenda ira, section 6 4:1)

Synonyms

  1. immovable

  2. not to be stirred or touched

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION