Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκίνητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀκίνητος ἀκίνητη ἀκίνητον

Structure: ἀ (Prefix) + κινητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kine/w

Sense

  1. unmoved, motionless
  2. idle, sluggish
  3. unmoved, unaltered
  4. immovable, hard to move, immovable
  5. not to be stirred or touched, inviolate
  6. not to be shaken, steadfast, stubborn

Examples

  • ἐν τοῖσ δακτυλίοισ τῆσ κιβωτοῦ ἔσονται οἱ ἀναφορεῖσ ἀκίνητοι. (Septuagint, Liber Exodus 25:14)
  • "ὅμωσ δ’ οὖν κἂν ἐκείνουσ μιμείσθω ‐ ἐκεῖνοι γάρ οὐκ ἐμπηδῶσιν ἐσ τὸ πῦρ, ὡσ Ὀνησίκριτοσ ὁ Ἀλεξάνδρου κυβερνήτησ ἰδὼν Κάλανον καόμενόν φησιν, ἀλλ’ ἐπειδὰν νήσωσι, πλησίον παραστάντεσ ἀκίνητοι ἀνέχονται παροπτώμενοι, εἶτ’ ἐπιβάντεσ κατὰ σχῆμα καίονται, οὐδ’ ὅσον ὀλίγον ἐντρέψαντεσ ^ τῆσ κατακλίσεωσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:76)
  • ἔτι δ’ ἡσυχία τῇδε κατ’ Αὖλιν καὶ ἀκίνητοι φυλακαὶ τειχέων. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests12)
  • γλῶσσα μὲν γὰρ ἠγρίωται, λῆμα δ’ οὐκ ἄτολμον ἀμφοῖν, οὐδ’ ἀκίνητοι φρένεσ. (Aristophanes, Frogs, Agon, strophe 12)
  • νῦν δ’ ἵνα μὴ παντελῶσ Βοιώτιοι φαίνησθ’ εἶναι τοῖσ διασύρειν ὑμᾶσ εἰθισμένοισ ὡσ ἀκίνητοι ξυνέσει, ὁ βοᾶν καὶ πίνειν μόνον καὶ δειπνεῖν ἐπιστάμενοι διὰ τέλουσ τὴν νύχθ’ ὅλην, γυμνοῦθ’ αὑτοὺσ θᾶττον ἅπαντεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 11 3:8)

Synonyms

  1. immovable

  2. not to be stirred or touched

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION