헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἵρεσις

3군 변화 명사; 여성 코이네 그리스어 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἵρεσις

형태분석: αἱρεσι (어간) + ς (어미)

어원: ai(re/w

  1. 포획, 소유, 붙잡음
  2. 선택, 의지
  3. 목적, 목표
  4. 신념 체계
  5. (종교) 종파, 파벌
  6. (코이네 그리스어) 이단, 이교
  1. taking, receiving
  2. a choice
  3. a purpose
  4. a system of principles
  5. a school of thought, sect
  6. heresy

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αἵρεσις

포획이

αἱρέσει

포획들이

αἱρέσεις

포획들이

속격 αἱρέσεως

포획의

αί̔ρουιν

포획들의

αἱρέσεων

포획들의

여격 αἱρέσει

포획에게

αί̔ρουιν

포획들에게

αἱρέσεσιν*

포획들에게

대격 αί̔ρεσιν

포획을

αἱρέσει

포획들을

αἱρέσεις

포획들을

호격 αί̔ρεσι

포획아

αἱρέσει

포획들아

αἱρέσεις

포획들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐννεακαιδέκατον δ’ ἔτοσ ἔχων ἠρξάμην τε πολιτεύεσθαι τῇ Φαρισαίων αἱρέσει κατακολουθῶν, ἣ παραπλήσιόσ ἐστι τῇ παρ’ Ἕλλησιν Στωϊκῇ λεγομένῃ. (Flavius Josephus, 14:2)

    (플라비우스 요세푸스, 14:2)

  • τυραννικὰ καὶ τεθραμμένα βαρβαρικαῖσ ἀλαζονείαισ ἐπὶ ταὐτὸ συνενεγκάμενοι, πρὸσ μὲν ἀλλήλουσ βαρεῖσ ἦσαν καὶ δυσάρμοστοι, τοὺσ δὲ Μακεδόνασ κολακεύοντεσ ἐκκεχυμένωσ καὶ καταχορηγοῦντεσ εἰσ δεῖπνα καὶ θυσίασ ὀλίγου χρόνου τὸ στρατόπεδον ἀσωτίασ πανηγυριζούσησ καταγώγιον ἐποίησαν καὶ δημαγωγούμενον ἐπὶ αἱρέσει στρατηγῶν ὄχλον, ὥσπερ ἐν ταῖσ δημοκρατίαισ. (Plutarch, chapter 13 5:1)

    (플루타르코스, chapter 13 5:1)

  • "ταῦτα δὲ πάντεσ ἄνθρωποι πλὴν αὐτῶν ἐκείνων τῇ αἱρέσει προσεῖναι νομίζουσιν. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 195)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 195)

  • ὡσ μέντοι διὰ ταῦτα ποιῶ ἃ ποιῶ, καὶ ταῦτα νῷ πράττων, ἀλλ’ οὐ τῇ τοῦ βελτίστου αἱρέσει, πολλὴ ἂν καὶ μακρὰ ῥᾳθυμία εἰή τοῦ λόγου. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 694:2)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 694:2)

  • λέγω δὲ τὰσ μὲν τινὲσ τὰσ δὲ πάντεσ, καὶ τὰσ μὲν ἐκ πάντων τὰσ δ’ ἐκ τινῶν, καὶ τὰσ μὲν αἱρέσει τὰσ δὲ κλήρῳ. (Aristotle, Politics, Book 4 265:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 265:1)

유의어

  1. 포획

  2. 목적

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION