Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄγριος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄγριος ἀγρίᾱ ἄγριον

Structure: ἀγρι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gro/s

Sense

  1. Living in the open fields
  2. (of plants or animals) wild (non-domesticated),
  3. (of people or animals) wild, savage, violent, fierce
  4. (of situations) cruel, harsh

Examples

  • δεσμωτηρίων δὲ ὄντων ἐν τῇ πόλει τριῶν, ἑνὸσ μὲν κοινοῦ τοῖσ πλείστοισ περὶ ἀγοράν, σωτηρίασ ἕνεκα τοῖσ πολλοῖσ τῶν σωμάτων, ἑνὸσ δὲ περὶ τὸν τῶν νύκτωρ συλλεγομένων σύλλογον, σωφρονιστήριον ἐπονομαζόμενον, ἑνὸσ δὲ αὖ κατὰ μέσην τὴν χώραν, ὅπῃπερ ἂν ἔρημόσ τε καὶ ὡσ ὅτι μάλιστα ἀγριώτατοσ ᾖ τόποσ, τιμωρίασ ἔχων ἐπωνυμίαν φήμην τινά· (Plato, Laws, book 10 142:2)
  • πάντων δὲ τῶν εἰρημένων ζῴων ὁ σαρκοφάγοσ ταῦροσ ἀγριώτατόσ ἐστι καὶ παντελῶσ δυσκαταμάχητοσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 35 7:1)

Synonyms

  1. wild

  2. wild

  3. cruel

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION