헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄγρᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄγρᾱ ἄγρας

형태분석: ἀγρ (어간) + ᾱ (어미)

어원: a)/gw

  1. 추격, 사냥, 포획, 붙잡음
  1. a catching, hunting, chase
  2. a way of catching

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄγρᾱ

추격이

ά̓γρᾱ

추격들이

ά̓γραι

추격들이

속격 ά̓γρᾱς

추격의

ά̓γραιν

추격들의

ἀγρῶν

추격들의

여격 ά̓γρᾱͅ

추격에게

ά̓γραιν

추격들에게

ά̓γραις

추격들에게

대격 ά̓γρᾱν

추격을

ά̓γρᾱ

추격들을

ά̓γρᾱς

추격들을

호격 ά̓γρᾱ

추격아

ά̓γρᾱ

추격들아

ά̓γραι

추격들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅμωσ οἱ Γαράμαντεσ ἐπειδὰν τὰ σιτία καταναλώσωσιν ἅπερ ἔχοντεσ ἀφίκοντο, ἀπελαύνουσιν ὀπίσω εὐθὺσ δεδιότεσ μὴ σφίσιν ἡ ψάμμοσ ἀναφλεγεῖσα δύσβατοσ καὶ ἄποροσ γένηται, εἶτα ὥσπερ ἐντὸσ ἀρκύων ληφθέντεσ καὶ αὐτοὶ ἀπόλωνται μετὰ τῆσ ἄγρασ· (Lucian, Dipsades 3:3)

    (루키아노스, Dipsades 3:3)

  • παῖσ ὢν ἐτόλμησ’ εὐθὺσ οὐ πρὸσ ἡδονὰσ Μουσῶν τραπέσθαι πρὸσ τὸ μαλθακὸν βίου, ἀγροὺσ δὲ ναίων, σκληρὰ τῇ φύσει διδοὺσ ἔχαιρε πρὸσ τἀνδρεῖον, ἔσ τ’ ἄγρασ ἰὼν ἵπποισ τε χαίρων τόξα τ’ ἐντείνων χεροῖν, πόλει παρασχεῖν σῶμα χρήσιμον θέλων. (Euripides, Suppliants, episode 1:2)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:2)

  • χωρεῖ δὲ θήρᾳ δυσπότμῳ γαυρουμένη τειχέων ἔσω τῶνδ’, ἀνακαλοῦσα Βάκχιον τὸν ξυγκύναγον, τὸν ξυνεργάτην ἄγρασ, τὸν καλλίνικον, ᾧ δάκρυα νικηφορεῖ. (Euripides, episode, lyric 9:3)

    (에우리피데스, episode, lyric 9:3)

  • τὸν ἱππευτάν τ’ Ἀμαζό‐ νων στρατὸν Μαιῶτιν ἀμφὶ πολυπόταμον ἔβα δι’ Ἄ‐ ξεινον οἶδμα λίμνασ, τίν’ οὐκ ἀφ’ Ἑλλανίασ ἄγορον ἁλίσασ φίλων, κόρασ Ἀρείασ πέπλων χρυσεόστολον φάροσ, ζωστῆροσ ὀλεθρίουσ ἄγρασ. (Euripides, Heracles, choral, strophe 31)

    (에우리피데스, Heracles, choral, strophe 31)

  • εὐηρέτμουσ ναῦσ ἀντίασ Ἑλληνίσιν, καὶ μιξόθηρασ φῶτασ, ἱππείασ τ’ ἄγρασ ἐλάφων, λεόντων τ’ ἀγρίων θηράματα. (Euripides, Ion, episode 2:11)

    (에우리피데스, Ion, episode 2:11)

유의어

  1. 추격

  2. a way of catching

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION