- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄξιος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: axios 고전 발음: [악시오] 신약 발음: [악시오]

기본형: ἄξιος ἀξία ἄξιον

형태분석: ἀξι (어간) + ος (어미)

어원: ἄγω IV, and so properly weighing as much.

  1. 균형잡힌, ~만큼 무거운
  2. 가치있는, 적절한, 적합한
  1. counterbalancing, weighing as much as, of like value
  2. worthy, fit

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄξιος

균형잡힌 (이)가

ἀξία

균형잡힌 (이)가

ἄξιον

균형잡힌 (것)가

속격 ἀξίου

균형잡힌 (이)의

ἀξίας

균형잡힌 (이)의

ἀξίου

균형잡힌 (것)의

여격 ἀξίῳ

균형잡힌 (이)에게

ἀξίᾳ

균형잡힌 (이)에게

ἀξίῳ

균형잡힌 (것)에게

대격 ἄξιον

균형잡힌 (이)를

ἀξίαν

균형잡힌 (이)를

ἄξιον

균형잡힌 (것)를

호격 ἄξιε

균형잡힌 (이)야

ἀξία

균형잡힌 (이)야

ἄξιον

균형잡힌 (것)야

쌍수주/대/호 ἀξίω

균형잡힌 (이)들이

ἀξία

균형잡힌 (이)들이

ἀξίω

균형잡힌 (것)들이

속/여 ἀξίοιν

균형잡힌 (이)들의

ἀξίαιν

균형잡힌 (이)들의

ἀξίοιν

균형잡힌 (것)들의

복수주격 ἄξιοι

균형잡힌 (이)들이

ἀξίαι

균형잡힌 (이)들이

ἄξια

균형잡힌 (것)들이

속격 ἀξίων

균형잡힌 (이)들의

ἀξιῶν

균형잡힌 (이)들의

ἀξίων

균형잡힌 (것)들의

여격 ἀξίοις

균형잡힌 (이)들에게

ἀξίαις

균형잡힌 (이)들에게

ἀξίοις

균형잡힌 (것)들에게

대격 ἀξίους

균형잡힌 (이)들을

ἀξίας

균형잡힌 (이)들을

ἄξια

균형잡힌 (것)들을

호격 ἄξιοι

균형잡힌 (이)들아

ἀξίαι

균형잡힌 (이)들아

ἄξια

균형잡힌 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄξιος

ἀξίου

균형잡힌 (이)의

ἀξιότερος

ἀξιοτέρου

더 균형잡힌 (이)의

ἀξιότατος

ἀξιοτάτου

가장 균형잡힌 (이)의

부사 ἀξίως

ἀξιότερον

ἀξιότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λαβὼν δὲ τὰς βασιλικὰς ἐντολὰς παρεγένετο, τῆς μὲν ἀρχιερωσύνης οὐδὲν ἄξιον φέρων, θυμοὺς δὲ ὠμοῦ τυράννου καὶ θηρὸς βαρβάρου ὀργὰς ἔχων. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:25)

  • ὁ δὲ λογισμὸν ἀστεῖον ἀναλαβὼν καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας καὶ τῆς τοῦ γήρως ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐπικτήτου καὶ ἐπιφανοῦς πολιᾶς καὶ τῆς ἐκ παιδὸς καλλίστης ἀναστροφῆς, μᾶλλον δὲ τῆς ἁγίας καὶ θεοκτίστου νομοθεσίας ἀκολούθως ἀπεφῄνατο, ταχέως λέγων προπέμπειν εἰς τὸν ᾅδην. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:23)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:23)

  • οὐ γὰρ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας ἄξιόν ἐστιν ὑποκριθῆναι, ἵνα πολλοὶ τῶν νέων ὑπολαβόντες Ἐλεάζαρον τὸν ἐνενηκονταετῆ μεταβεβηκέναι εἰς ἀλλοφυλισμὸν (Septuagint, Liber Maccabees II 6:24)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:24)

  • ἐπινίκια δὲ ἄγοντες ἐν τῇ πατρίδι τοὺς ἐμπρήσαντας τοὺς ἱεροὺς πυλῶνας. Καλλισθένην καί τινας ἄλλους, ὑφῆψαν εἰς ἓν οἰκίδιον πεφευγότας, οἵτινες ἄξιον τῆς δυσσεβείας ἐκομίσαντο μισθόν. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:33)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:33)

  • τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν, οὐκ ἀντιτάξεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν. εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτῇ, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστι. (Septuagint, Liber Proverbiorum 3:15)

    (70인역 성경, 잠언 3:15)

유의어

  1. 가치있는

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION