Ancient Greek-English Dictionary Language

Οἰδίπους

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Οἰδίπους

Structure: Οἰδιποδ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: oi)de/w, pou/s

Sense

  1. Oedipus, the swollen footed

Examples

  • καὶ γὰρ τὸν Οἰδίποδα τοῖσ μεγίστοισ κακοῖσ ἡ περιεργία περιέβαλε· (Plutarch, De curiositate, section 143)
  • καὶ γὰρ τὸν Οἰδίποδα τοῖσ μεγίστοισ κακοῖσ ἡ περιεργία περιέβαλε· (Plutarch, De curiositate, section 14 2:1)
  • ἄντικρυσ οὗτοσ τῇ Τύχῃ μετὰ τῶν πράξεων ἑαυτὸν εἰσεποίει βοῶν κατὰ τὸν Οἰδίποδα τὸν Σοφοκλέουσ ἐγὼ δ’ ἐμαυτὸν παῖδα τῆσ Τύχησ νέμω. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 4:3)
  • οὗτοσ τῇ Τύχῃ μετὰ τῶν πράξεων ἑαυτὸν εἰσεποίει, βοῶν κατὰ τὸν Οἰδίποδα τὸν Σοφοκλέουσ ἐγὼ δ’ ἐμαυτὸν παῖδα τῆσ Τύχησ νέμω. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 13:1)
  • Διόνυσοσ μὲν δὴ τρίτοσ ἂν ἀπὸ Κάδμου εἰή, κατὰ Λάβδακον τὸν Πολυδώρου τοῦ Κάδμου παῖδα, Ἡρακλῆσ δὲ ὁ Ἀργεῖοσ κατ̓ Οἰδίποδα μάλιστα τὸν Λαϊού. (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 16 2:1)
  • ἔρημά σ’ ἁ πολύστονοσ Οἰδιπόδα δώματα λιποῦσ’ ἦλθ’ Ἐρινύσ. (Euripides, Suppliants, choral, epode6)
  • μετέλαχεσ τύχασ Οἰδιπόδα, γέρον, μέροσ καὶ σὺ <καὶ> πόλισ ἐμὰ τλάμων. (Euripides, Suppliants, episode, lyric2)
  • ὄλοιτο, τάδ’ εἴτε σίδαροσ εἴτ’ ἔρισ εἴτε πατὴρ ὁ σὸσ αἴτιοσ, εἴτε τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα· (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 2:6)
  • δυσδαίμων δ’ ἔρισ ἄλλα θάλλει παίδων Οἰδιπόδα κατὰ δώματα καὶ πόλιν. (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 13)
  • σὰ δ’ ἔρισ ‐ οὐκ ἔρισ, ἀλλὰ φόνῳ φόνοσ ‐ Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖσ’ αἵματι δεινῷ, αἵματι λυγρῷ. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric5)

Synonyms

  1. Oedipus

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION