헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγίγνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγίγνομαι συγγενήσομαι συνεγενόμην συγγέγονα

형태분석: συγ (접두사) + γίγν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다, 눕다
  2. 상담하다, 상의하다, 신중히 생각하다
  3. 만나다, 접하다, 맞다, 마중하다
  1. to be with, hold converse or communication with, associate or keep company with
  2. to hold converse with, consult
  3. to come to assist
  4. to come together, meet, comrades

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγίγνομαι

(나는) ~와 비교한다

συγγίγνει, συγγίγνῃ

(너는) ~와 비교한다

συγγίγνεται

(그는) ~와 비교한다

쌍수 συγγίγνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교한다

συγγίγνεσθον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 συγγιγνόμεθα

(우리는) ~와 비교한다

συγγίγνεσθε

(너희는) ~와 비교한다

συγγίγνονται

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 συγγίγνωμαι

(나는) ~와 비교하자

συγγίγνῃ

(너는) ~와 비교하자

συγγίγνηται

(그는) ~와 비교하자

쌍수 συγγίγνησθον

(너희 둘은) ~와 비교하자

συγγίγνησθον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 συγγιγνώμεθα

(우리는) ~와 비교하자

συγγίγνησθε

(너희는) ~와 비교하자

συγγίγνωνται

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 συγγιγνοίμην

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

συγγίγνοιο

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

συγγίγνοιτο

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 συγγίγνοισθον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

συγγιγνοίσθην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 συγγιγνοίμεθα

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

συγγίγνοισθε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

συγγίγνοιντο

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 συγγίγνου

(너는) ~와 비교해라

συγγιγνέσθω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 συγγίγνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교해라

συγγιγνέσθων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 συγγίγνεσθε

(너희는) ~와 비교해라

συγγιγνέσθων, συγγιγνέσθωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 συγγίγνεσθαι

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
συγγιγνομενος

συγγιγνομενου

συγγιγνομενη

συγγιγνομενης

συγγιγνομενον

συγγιγνομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγγενήσομαι

(나는) ~와 비교하겠다

συγγενήσει, συγγενήσῃ

(너는) ~와 비교하겠다

συγγενήσεται

(그는) ~와 비교하겠다

쌍수 συγγενήσεσθον

(너희 둘은) ~와 비교하겠다

συγγενήσεσθον

(그 둘은) ~와 비교하겠다

복수 συγγενησόμεθα

(우리는) ~와 비교하겠다

συγγενήσεσθε

(너희는) ~와 비교하겠다

συγγενήσονται

(그들은) ~와 비교하겠다

기원법단수 συγγενησοίμην

(나는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συγγενήσοιο

(너는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συγγενήσοιτο

(그는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 συγγενήσοισθον

(너희 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συγγενησοίσθην

(그 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

복수 συγγενησοίμεθα

(우리는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συγγενήσοισθε

(너희는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συγγενήσοιντο

(그들은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

부정사 συγγενήσεσθαι

~와 비교할 것

분사 남성여성중성
συγγενησομενος

συγγενησομενου

συγγενησομενη

συγγενησομενης

συγγενησομενον

συγγενησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεγιγνόμην

(나는) ~와 비교하고 있었다

συνεγίγνου

(너는) ~와 비교하고 있었다

συνεγίγνετο

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 συνεγίγνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

συνεγιγνέσθην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 συνεγιγνόμεθα

(우리는) ~와 비교하고 있었다

συνεγίγνεσθε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

συνεγίγνοντο

(그들은) ~와 비교하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐμελλεν ἄρα μηδὲ ὁ καθ’ ἡμᾶσ βίοσ τὸ παντάπασιν ἄμοιροσ ἔσεσθαι ἀνδρῶν λόγου καὶ μνήμησ ἀξίων, ἀλλὰ καὶ σώματοσ ἀρετὴν ὑπερφυᾶ καὶ γνώμην ἄκρωσ φιλόσοφον ἐκφαίνειν λέγω δὲ εἴσ τε τὸν Βοιώτιον Σώστρατον ἀναφέρων, ὃν Ἡρακλέα οἱ Ἕλληνεσ ἐκάλουν καὶ ᾤοντο εἶναι, καὶ μάλιστα εἰσ Δημώνακτα τὸν φιλόσοφον, οὓσ καὶ εἶδον αὐτὸσ καὶ ἰδὼν ἐθαύμασα, θατέρῳ δὲ τῷ Δημώνακτι καὶ ἐπὶ μήκιστον συνεγενόμην. (Lucian, (no name) 1:1)

    (루키아노스, (no name) 1:1)

  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ πάντων τούτων ὑπεράνω γενόμενοσ καὶ ἀξιώσασ ἑαυτὸν τῶν καλλίστων πρὸσ φιλοσοφίαν ὡρ́μησεν οὐκ Ἀγαθοβούλου μὰ Δί’ οὐδὲ Δημητρίου πρὸ αὐτοῦ οὐδὲ Ἐπικτήτου ἐπεγειράντων, ἀλλὰ πᾶσι μὲν συνεγένετο τούτοισ καὶ ἔτι Τιμοκράτει τῷ Ἡρακλεώτῃ σοφῷ ἀνδρὶ φωνήν τε καὶ γνώμην μάλιστα κεκοσμημένῳ· (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

  • Δείναρχοσ ὁ ῥήτωρ υἱὸσ μὲν ἦν Σωστράτου, Κορίνθιοσ δὲ τὸ γένοσ, ἀφικόμενοσ δὲ εἰσ Ἀθήνασ, καθ’ ὃν χρόνον ἤνθουν αἵ τε τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητόρων διατριβαί, Θεοφράστῳ τε συνεγένετο καὶ Δημητρίῳ τῷ Φαληρεῖ. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 2 1:3)

    (디오니시오스, De Dinarcho, chapter 2 1:3)

  • μετὰ δ’ οὖν τοὺσ Βραχμᾶνασ εἰσ Αἰθιοπίαν εὐθύσ, εἶτα εἰσ Αἴγυπτον κατέβην, καὶ ξυγγενομένη τοῖσ ἱερεῦσιν καὶ προφήταισ αὐτῶν καὶ τὰ θεῖα παιδεύσασα ἐσ Βαβυλῶνα ἀπῆρα Χαλδαίουσ καὶ μάγουσ μυήσουσα, εἶτα εἰσ Σκυθίαν ἐκεῖθεν, εἶτα εἰσ Θρᾴκην, ἔνθα μοι Εὔμολπόσ τε καὶ Ὀρφεὺσ συνεγενέσθην, οὓσ καὶ προαποστείλασα ἐσ τὴν Ἑλλάδα, τὸν μὲν ὡσ τελέσειεν αὐτούσ, τὸν Εὔμολπον ‐ ἐμεμαθήκει γὰρ τὰ θεῖα παρ’ ἡμῶν ἅπαντα ‐ τὸν δὲ ὡσ ἐπᾴδων προσβιβάζοι τῇ μουσικῇ, κατὰ πόδασ εὐθὺσ εἱπόμην. (Lucian, Fugitivi, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 8:1)

  • χρόνῳ δ’ ὕστερον διαβολῆσ πρὸσ Σάτυρον γενομένησ, ὡσ καὶ ὁ πατὴρ οὑμὸσ ἐπιβουλεύοι τῇ ἀρχῇ κἀγὼ τοῖσ φυγάσι συγγενοίμην, τὸν μὲν πατέρα μου συλλαμβάνει, ἐπιστέλλει δὲ τοῖσ ἐνθάδε ἐπιδημοῦσιν ἐκ τοῦ Πόντου, τὰ χρήματα παρ’ ἐμοῦ παραλαβεῖν καὶ αὐτὸν εἰσπλεῖν κελεύειν, ἐὰν δὲ τούτων μηδὲν ποιῶ, παρ’ ὑμῶν ἐξαιτεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 2:4)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 2:4)

  • ἐλθὼν δὲ συγγίγνομαί τινι τῶν Χαλδαίων σοφῷ ἀνδρὶ καὶ θεσπεσίῳ τὴν τέχνην, πολιῷ μὲν τὴν κόμην, γένειον δὲ μάλα σεμνὸν καθειμένῳ, τοὔνομα δὲ ἦν αὐτῷ Μιθροβαρζάνησ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 6:6)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 6:6)

유의어

  1. 상담하다

  2. to come to assist

  3. 만나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION