ὑπογίγνομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπογίγνομαι
ὑπογενήσομαι
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
γίγν
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to grow up after or in succession
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἰ δέ τῳ ἐσ ἀγαθὸν τρέποιτο, ἀποστάσιεσ γίγνονται ἔνθα καὶ ἔνθα παρ’ οὖσ ἔξω, ἢ ἔνδον ἐσ τὰ παρίσθμια· κἢν μὲν ξὺν νάρκῃ, μὴ κάρτα βραδέωσ, περιγίγνονται μὲν, ξὺν πόνῳ δὲ καὶ κινδύνῳ · ἢν δὲ τρεπομένων ἐσ ἀπόστασιν ὄγκοσ μέζων ὑπογίγνηται , ἐσ κορυφὴν τῆσ ἀποστάσιοσ ἀνισταμένησ, ἀθρόον πνίγονται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 73)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 73)
- Μετεξετέροισι δὲ πῦον πολλὸν γίγνεται ἐν πνεύμονι, ἢ μετάστασισ ἀπὸ τοῦ πλευρέου, ἢν μέζον τὸ ἀγαθὸν ὑπογίγνηται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 22)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 22)
- Φλεγμαίνοντα ὑποχόνδρια μὴ πνευμάτων ἀπολήψει, φρενῶν ἐντάσιεσ, ἢ πνευμάτων προστάσιεσ, ὀρθοπνοίησ ξηρῆσ, οἷσι μὴ πῦον ὕπεστιν, ἀλλὰ ὑπὸ πνεύματοσ ἀπολήψιοσ τὰ παθήματα ταῦτα ὑπογίγνεται, μάλιστα δὲ ἥπατοσ περιωδυνίαι, καὶ σπληνὸσ βαρέα, καὶ ἄλλαι φλεγμασίαι τε καὶ ὑπὲρ φρενῶν περιωδυνίαι, καὶ ξυστροφαὶ νουσημάτων, οὐ δύνανται λύεσθαι, ἤν τισ πρῶτον ἐπιχειρέῃ φαρμακεύειν‧ ἀλλὰ φλεβοτομίη τῶν τοιῶνδε ἡγεμονικόν ἐστιν‧ ἔπειτα δὲ ἐπὶ κλυσμὸν, ἢν μὴ μέγα καὶ ἰσχυρὸν τὸ νούσημα ᾖ‧ εἰ δὲ μὴ, καὶ ὕστερον φαρμακείησ δεῖ‧ δέεται δὲ ἀσφαλείησ καὶ μετριότητοσ μετὰ φαρμακείησ φλεβοτομίη. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.1)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.1)
유의어
-
to grow up after or in succession
- ἐπιτρέφω (to grow up after, to grow up as a successor)
파생어
- ἀπογίγνομαι (부재하다, 쫓아내다, 닳다)
- γίγνομαι ( 나다, 태어나다, 생산되다)
- διαγίγνομαι (살아가다, 살다, 살아남다)
- ἐκγίγνομαι (나다, 태어나다, )
- ἐπιγίγνομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- καταγίγνομαι (살다, 거주하다, 머무르다)
- παραγίγνομαι (~주변을 돌아다니다, 지지하다, 지탱하다)
- περιγίγνομαι (우세하다, 우수하다, 이기다)
- προγίγνομαι (to come forwards, came in sight, to be born before)
- προσγίγνομαι (따르다, 뒤따르다, 생기다)
- συγγίγνομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)