Ancient Greek-English Dictionary Language

μίμνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μίμνω

Structure: μίμν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: formed by redupl. from me/nw ( i. e. mi-me/nw, cf. gi/-gnomai, pi/-ptw), and used for me/nw when the first syll.was to be long; mimno/ntessi, Ep. dat. pl. part. for mi/mnousi.

Sense

  1. to stay, stand fast
  2. to stay, tarry
  3. to remain, to be left
  4. to await, wait for, it awaits

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μίμνω μίμνεις μίμνει
Dual μίμνετον μίμνετον
Plural μίμνομεν μίμνετε μίμνουσιν*
SubjunctiveSingular μίμνω μίμνῃς μίμνῃ
Dual μίμνητον μίμνητον
Plural μίμνωμεν μίμνητε μίμνωσιν*
OptativeSingular μίμνοιμι μίμνοις μίμνοι
Dual μίμνοιτον μιμνοίτην
Plural μίμνοιμεν μίμνοιτε μίμνοιεν
ImperativeSingular μίμνε μιμνέτω
Dual μίμνετον μιμνέτων
Plural μίμνετε μιμνόντων, μιμνέτωσαν
Infinitive μίμνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μιμνων μιμνοντος μιμνουσα μιμνουσης μιμνον μιμνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μίμνομαι μίμνει, μίμνῃ μίμνεται
Dual μίμνεσθον μίμνεσθον
Plural μιμνόμεθα μίμνεσθε μίμνονται
SubjunctiveSingular μίμνωμαι μίμνῃ μίμνηται
Dual μίμνησθον μίμνησθον
Plural μιμνώμεθα μίμνησθε μίμνωνται
OptativeSingular μιμνοίμην μίμνοιο μίμνοιτο
Dual μίμνοισθον μιμνοίσθην
Plural μιμνοίμεθα μίμνοισθε μίμνοιντο
ImperativeSingular μίμνου μιμνέσθω
Dual μίμνεσθον μιμνέσθων
Plural μίμνεσθε μιμνέσθων, μιμνέσθωσαν
Infinitive μίμνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μιμνομενος μιμνομενου μιμνομενη μιμνομενης μιμνομενον μιμνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • φρουρὸσ ἐπὶ σμήνεσσι, Περιστράτου εἵνεκα, μίμνω ἐνθάδε, Μαιναλίαν κλιτὺν ἀποπρολιπών, κλῶπα μελισσάων δεδοκημένοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1891)
  • ἀλλά με δεσμῷ δήσατ’ ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ’ ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω, ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ’ αὐτοῦ πείρατ’ ἀνήφθω. (Homer, Odyssey, Book 12 17:6)

Synonyms

  1. to stay

  2. to stay

  3. to remain

  4. to await

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION