Ancient Greek-English Dictionary Language

χρόνιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χρόνιος χρονίᾱ χρόνιον

Structure: χρονι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xro/nos

Sense

  1. after a long time, late
  2. for a long time, a long while
  3. long-continued
  4. (of ailments) chronic

Examples

  • ὁ δὲ Ἄλεξισ, ὦ δέσποθ̓, ὑγίαιν̓, ὡσ χρόνιοσ ἐλήλυθασ· (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 14:5)
  • χρόνιοσ γὰρ ἄπεστιν. (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 19)
  • ὦ χρόνιοσ ἐλθὼν σῆσ δάμαρτοσ ἐσχάρασ λαβέ με λαβέ με πόσι, περίβαλε δὲ χέρασ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode 1:16)
  • ἔμολεσ ἔμολεσ, ὤ, χρόνιοσ ἁμέρα, κατέλαμψασ, ἔδειξασ ἐμφανῆ πόλει πυρσόν, ὃσ παλαιᾷ φυγᾷ πατρίων ἀπὸ δωμάτων τάλασ ἀλαίνων ἔβα. (Euripides, episode, lyric1)
  • σὺ δὲ χαῖρε, Πολέμων, χρόνιοσ φανείσ. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:3)

Synonyms

  1. after a long time

  2. long-continued

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION