Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσπραξία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: δυσπραξία

Structure: δυσπραξι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: pra/ssw

Sense

  1. ill success, ill luck

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ’ ἔστιν, ἔστιν, ἡ λίαν δυσπραξία λίαν διδοῦσα μεταβολάσ, ὅταν τύχῃ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, lyric 3:7)
  • τοιοῦτον ἀνθρώποισιν ἡ δυσπραξία· (Euripides, Heracles, episode 2:9)
  • ἐμοὶ δέ, ὦ ἄνδρεσ, καὶ τῷ πρώτῳ τοῦτο εἰπόντι ὀρθῶσ δοκεῖ εἰρῆσθαι, ὅτι πάντεσ ἄνθρωποι γίγνονται ἐπὶ τῷ εὖ καὶ κακῶσ πράττειν, μεγάλη δὲ δήπου καὶ τὸ ἐξαμαρτεῖν δυσπραξία ἐστί, καὶ εἰσὶν εὐτυχέστατοι μὲν οἱ ἐλάχιστα ἐξαμαρτάνοντεσ, σωφρονέστατοι δὲ οἳ ἂν τάχιστα μεταγιγνώσκωσι. (Andocides, Speeches, 9:1)
  • τὰ γὰρ περισσὰ κἀνόνητα σώματα πίπτειν βαρείαισ πρὸσ θεῶν δυσπραξίαισ ἔφασχ’ ὁ μάντισ, ὅστισ ἀνθρώπου φύσιν βλαστὼν ἔπειτα μὴ κατ’ ἄνθρωπον φρονῇ. (Sophocles, Ajax, episode 1:4)
  • αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖσ ὄντεσ ἐν τάφοισ τότε τοῖσ τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα ἀμηχάνοισι πράξομεν δυσπραξίαισ, ὁδοὺσ ἀθύμουσ καὶ παρόρνιθασ πόρουσ τιθέντεσ, ὡσ αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνοσ· (Aeschylus, Eumenides, episode 13:2)
  • ἅπτῃ κάτωθεν οὐρανοῦ δυσπραξίᾳ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 1:25)
  • ἀλλ’ ἄμυνον, ὦ θεᾶσ παῖ, τῇ τ’ ἐμῇ δυσπραξίᾳ τῇ τε λεχθείσῃ δάμαρτι σῇ ‐ μάτην μέν, ἀλλ’ ὅμωσ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:4)

Synonyms

  1. ill success

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION