Ancient Greek-English Dictionary Language

διάδρομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διάδρομος διάδρομον

Structure: διαδρομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: diadramei=n

Sense

  1. running through or about, wandering, stray, lawless

Examples

  • ἑξῆσ δὲ ὁ θερμὸσ ὑποδέχεται διάδρομοσ Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένοσ. (Lucian, (no name) 6:3)
  • ‐ εἴδετε λάινα κίοσιν ἔμβολα διάδρομα τάδε; (Euripides, episode, lyric5)
  • παλίρρουσ δὲ τάνδ’ ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχουσ μέλεον ἃ πόσιν χρόνιον ἱκόμενον εἰσ οἴκουσ Κυκλώπειά τ’ οὐράνια τείχε’ ὀξυθήκτου βέλουσ ἔκανεν αὐτόχειρ, πέλεκυν ἐν χεροῖν λαβοῦσ’· (Euripides, choral, antistrophe1)
  • καὶ νῦν πολίταισ τάσδε διαδρόμουσ φυγὰσ θεῖσαι διερροθήσατ’ ἄψυχον κάκην· (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode4)
  • ὁ δὲ παράπλουσ αὐτοῦ κατὰ πολλοὺσ τόπουσ ἔχει νήσουσ μακράσ, στενοὺσ μὲν διαδρόμουσ ἐχούσασ, ῥοῦν δὲ πολὺν καὶ σφοδρόν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 38 5:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION