Ancient Greek-English Dictionary Language

χρόνιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χρόνιος χρονίᾱ χρόνιον

Structure: χρονι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xro/nos

Sense

  1. after a long time, late
  2. for a long time, a long while
  3. long-continued
  4. (of ailments) chronic

Examples

  • παλίρρουσ δὲ τάνδ’ ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχουσ μέλεον ἃ πόσιν χρόνιον ἱκόμενον εἰσ οἴκουσ Κυκλώπειά τ’ οὐράνια τείχε’ ὀξυθήκτου βέλουσ ἔκανεν αὐτόχειρ, πέλεκυν ἐν χεροῖν λαβοῦσ’· (Euripides, choral, antistrophe1)
  • ὦ χρόνιον ἱστῶν παρθένευμα τῶν ἐμῶν. (Euripides, Ion, episode, iambics 5:38)
  • ἐξῆλθον οἴκων προσκοπουμένη πόσιν, χρόνιον ἀπόντα κἀκλελοιπότα στέγασ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode1)
  • πότερα δέρκεται φάοσ τέθριππά θ’ ἁλίου κέλευθά τ’ ἀστέρων, ἢ ’ν νέκυσι κατὰ χθονὸσ τὰν χρόνιον ἔχει τύχαν; (Euripides, Helen, episode, lyric8)
  • τὸ κακὸν δ’ ἀγαθὸν σέ τε κἀμὲ συνάγαγε, πόσιν χρόνιον, ἀλλ’ ὅμωσ ὀναίμαν τύχασ. (Euripides, Helen, episode, lyric4)

Synonyms

  1. after a long time

  2. long-continued

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION