헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαίρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαίρω

형태분석: χαίρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Root XAR

  1. 응원하다, 환호하다
  2. 기뻐하다, 즐기다
  1. to be full of cheer, i.e. calmly happy or well off
  2. (on meeting or parting, as an imperative) be well; farewell, be glad, God speed, greetings, hail, joy(‐fully), rejoice (as a salutation)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαίρω

(나는) 응원한다

χαίρεις

(너는) 응원한다

χαίρει

(그는) 응원한다

쌍수 χαίρετον

(너희 둘은) 응원한다

χαίρετον

(그 둘은) 응원한다

복수 χαίρομεν

(우리는) 응원한다

χαίρετε

(너희는) 응원한다

χαίρουσιν*

(그들은) 응원한다

접속법단수 χαίρω

(나는) 응원하자

χαίρῃς

(너는) 응원하자

χαίρῃ

(그는) 응원하자

쌍수 χαίρητον

(너희 둘은) 응원하자

χαίρητον

(그 둘은) 응원하자

복수 χαίρωμεν

(우리는) 응원하자

χαίρητε

(너희는) 응원하자

χαίρωσιν*

(그들은) 응원하자

기원법단수 χαίροιμι

(나는) 응원하기를 (바라다)

χαίροις

(너는) 응원하기를 (바라다)

χαίροι

(그는) 응원하기를 (바라다)

쌍수 χαίροιτον

(너희 둘은) 응원하기를 (바라다)

χαιροίτην

(그 둘은) 응원하기를 (바라다)

복수 χαίροιμεν

(우리는) 응원하기를 (바라다)

χαίροιτε

(너희는) 응원하기를 (바라다)

χαίροιεν

(그들은) 응원하기를 (바라다)

명령법단수 χαίρε

(너는) 응원해라

χαιρέτω

(그는) 응원해라

쌍수 χαίρετον

(너희 둘은) 응원해라

χαιρέτων

(그 둘은) 응원해라

복수 χαίρετε

(너희는) 응원해라

χαιρόντων, χαιρέτωσαν

(그들은) 응원해라

부정사 χαίρειν

응원하는 것

분사 남성여성중성
χαιρων

χαιροντος

χαιρουσα

χαιρουσης

χαιρον

χαιροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαίρομαι

(나는) 응원된다

χαίρει, χαίρῃ

(너는) 응원된다

χαίρεται

(그는) 응원된다

쌍수 χαίρεσθον

(너희 둘은) 응원된다

χαίρεσθον

(그 둘은) 응원된다

복수 χαιρόμεθα

(우리는) 응원된다

χαίρεσθε

(너희는) 응원된다

χαίρονται

(그들은) 응원된다

접속법단수 χαίρωμαι

(나는) 응원되자

χαίρῃ

(너는) 응원되자

χαίρηται

(그는) 응원되자

쌍수 χαίρησθον

(너희 둘은) 응원되자

χαίρησθον

(그 둘은) 응원되자

복수 χαιρώμεθα

(우리는) 응원되자

χαίρησθε

(너희는) 응원되자

χαίρωνται

(그들은) 응원되자

기원법단수 χαιροίμην

(나는) 응원되기를 (바라다)

χαίροιο

(너는) 응원되기를 (바라다)

χαίροιτο

(그는) 응원되기를 (바라다)

쌍수 χαίροισθον

(너희 둘은) 응원되기를 (바라다)

χαιροίσθην

(그 둘은) 응원되기를 (바라다)

복수 χαιροίμεθα

(우리는) 응원되기를 (바라다)

χαίροισθε

(너희는) 응원되기를 (바라다)

χαίροιντο

(그들은) 응원되기를 (바라다)

명령법단수 χαίρου

(너는) 응원되어라

χαιρέσθω

(그는) 응원되어라

쌍수 χαίρεσθον

(너희 둘은) 응원되어라

χαιρέσθων

(그 둘은) 응원되어라

복수 χαίρεσθε

(너희는) 응원되어라

χαιρέσθων, χαιρέσθωσαν

(그들은) 응원되어라

부정사 χαίρεσθαι

응원되는 것

분사 남성여성중성
χαιρομενος

χαιρομενου

χαιρομενη

χαιρομενης

χαιρομενον

χαιρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓χαιρον

(나는) 응원하고 있었다

έ̓χαιρες

(너는) 응원하고 있었다

έ̓χαιρεν*

(그는) 응원하고 있었다

쌍수 ἐχαίρετον

(너희 둘은) 응원하고 있었다

ἐχαιρέτην

(그 둘은) 응원하고 있었다

복수 ἐχαίρομεν

(우리는) 응원하고 있었다

ἐχαίρετε

(너희는) 응원하고 있었다

έ̓χαιρον

(그들은) 응원하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχαιρόμην

(나는) 응원되고 있었다

ἐχαίρου

(너는) 응원되고 있었다

ἐχαίρετο

(그는) 응원되고 있었다

쌍수 ἐχαίρεσθον

(너희 둘은) 응원되고 있었다

ἐχαιρέσθην

(그 둘은) 응원되고 있었다

복수 ἐχαιρόμεθα

(우리는) 응원되고 있었다

ἐχαίρεσθε

(너희는) 응원되고 있었다

ἐχαίροντο

(그들은) 응원되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔχαιρον δ’ αὖ ὥσπερ ^ ἐκ ζοφεροῦ τινοσ ἀέροσ τοῦ βίου τοῦ πρόσθεν ἐσ αἰθρίαν τε καὶ μέγα φῶσ ἀναβλέπων ὥστε δή, τὸ καινότατον, τοῦ ὀφθαλμοῦ μὲν καὶ τῆσ περὶ αὐτὸν ἀσθενείασ ἐπελανθανόμην, τὴν δὲ ψυχὴν ὀξυδερκέστεροσ κατὰ μικρὸν ἐγιγνόμην ἐλελήθειν γάρ τέωσ αὐτὴν τυφλώττουσαν περιφέρων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

  • φύσει γὰρ τοιοῦτόν ἐστιν ὁ πολὺσ λεώσ, ’ χαίρουσι τοῖσ ἀποσκώπτουσιν καὶ λοιδορουμένοισ, καὶ μάλισθ’ ὅταν τὰ σεμνότατα εἶναι δοκοῦντα διασύρηται, ὥσπερ ἀμέλει καὶ πάλαι ἔχαιρον Ἀριστοφάνει καὶ Εὐπόλιδι Σωκράτη τουτονὶ ἐπὶ χλευασίᾳ παράγουσιν ἐπὶ τὴν σκηνὴν καὶ κωμῳδοῦσιν ἀλλοκότουσ τινὰσ περὶ αὐτοῦ κωμῳδίασ. (Lucian, Piscator, (no name) 25:4)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 25:4)

  • ἐγὼ δ’ ἔχαιρον τῇ σιωπῇ, καί με τοῦτ’ ἔτερπεν οὐχ ἧττον ἢ νῦν οἱ λαλοῦντεσ. (Aristophanes, Frogs, Agon, Epirrheme5)

    (아리스토파네스, Frogs, Agon, Epirrheme5)

  • ἀλλ’ οἱ Συβαρῖται ἔχαιρον τοῖσ Μελιταίοισ κυνιδίοισ καὶ ἀνθρώποισ οὐκ ἀνθρώποισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 16 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 16 3:2)

  • ὃ τῶν βασιλέων καὶ τυράννων οὐδεὶσ ἐζήλωσεν, ἀλλὰ Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ καὶ Νικάτορεσ, ἔνιοι δ’ Αἐτοὶ καὶ Ιἕρακεσ ἔχαιρον προσαγορευόμενοι, τὴν ἀπὸ τῆσ βίασ καὶ τῆσ δυνάμεωσ, ὡσ ἐοίκε, μᾶλλον ἢ τὴν ἀπὸ τῆσ ἀρετῆσ δόξαν ἀγαπῶντεσ. (Plutarch, , chapter 6 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 6 2:1)

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION