ὑπάρχω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ὑπάρχω
ὑπάρξω
ὑπῆρξα
ὕπηργμαι
Structure:
ὑπ
(Prefix)
+
ά̓ρχ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to begin, make a beginning, (absolute)
- (with genitive) to make a beginning of, begin
- (with participle) to begin doing
- (in middle with participle)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ οὐκ ἐμόλυνα τὸ ὄνομά μου οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατρόσ μου ἐν τῇ γῇ τῆσ αἰχμαλωσίασ μου. μονογενήσ εἰμι τῷ πατρί μου, καὶ οὐχ ὑπάρχει αὐτῷ παιδίον, ὃ κληρονομήσει αὐτόν, οὐδὲ ἀδελφὸσ ἐγγὺσ οὐδὲ ὑπάρχων αὐτῷ υἱόσ, ἵνα συντηρήσω ἐμαυτὴν αὐτῷ γυναῖκα. ἤδη ἀπώλοντό μοι ἑπτά. ἵνα τί μοι ζῆν̣ καὶ εἰ μὴ δοκεῖ σοι ἀποκτεῖναί με, ἐπίταξον ἐπιβλέψαι ἐπ̓ ἐμὲ καὶ ἐλεῆσαί με καὶ μηκέτι ἀκοῦσαί με ὀνειδισμόν. (Septuagint, Liber Thobis 3:15)
- οὐκ ἄνουσ δὲ ὑπάρχων, πρὸσ ἑαυτὸν ἀντιβάλλων τὸ γεγονὸσ περὶ ἑαυτὸν ἐλάσσωμα καὶ συννοήσασ ἀνικήτουσ εἶναι τοὺσ Ἑβραίουσ, τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ συμμαχοῦντοσ αὐτοῖσ, προσαποστείλας (Septuagint, Liber Maccabees II 11:13)
- σὺ Κύριε, τῶν ὅλων ἀπροσδεὴσ ὑπάρχων, εὐδόκησασ ναὸν τῆσ σῆσ κατασκηνώσεωσ ἐν ἡμῖν γενέσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:35)
- ἔτι δὲ ἔμπνουσ ὑπάρχων καὶ πεπυρωμένοσ τοῖσ θυμοῖσ, ἐξαναστὰσ φερομένων κρουνηδὸν τῶν αἱμάτων καὶ δυσχερῶν ὄντων τῶν τραυμάτων, δρόμῳ τοὺσ ὄχλουσ διελθὼν καὶ στὰσ ἐπί τινοσ πέτρασ ἀπορρωγάδοσ, (Septuagint, Liber Maccabees II 14:45)
- εἰσακούσεται ὁ Θεὸσ καὶ ταπεινώσει αὐτοὺσ ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων. . οὐ γάρ ἐστιν αὐτοῖσ ἀντάλλαγμα, ὅτι οὐκ ἐφοβήθησαν τὸν Θεόν. (Septuagint, Liber Psalmorum 54:20)
Synonyms
-
to begin
-
to make a beginning of
-
to begin doing
Derived
- ἀπάρχομαι (to make a beginning, to begin the sacrifice with, by cutting off)
- ἄρχω (I am first, I begin, I lead)
- ἐνάρχομαι (to begin the offering)
- ἐξάρχω (to begin with, make a beginning of, to begin)
- ἐπάρχω (to be governor of, to rule in addition to, to begin)
- κατάρχω (to make beginning of, to lead, to begin)
- προενάρχομαι (to begin before)
- προκατάρχομαι (to begin, before, to begin hostilities)
- προσυπάρχω (to exist besides, besides I could)
- προυπάρχω (to be beforehand in, to make a beginning of, to begin with)
- συνάρχω (to rule jointly with, to be a colleague in office, a colleague)