παράληψις?
Third declension Noun;
Transliteration: paralēpsis
Principal Part:
παράληψις
παράληψεως
Structure:
παραληψι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- a receiving from another, succession to
- the taking of a town
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τῶν δὲ ἰδίᾳ ἑκατέρου καλῶν πρῶτόν ἐστι Νομᾷ μὲν ἡ παράληψις τῆς βασιλείας, Λυκούργῳ δὲ ἡ παράδοσις. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 1 1:2)
- Δημήτριος δ ὁ Φαληρεὺς ἐπαρίστερον τὴν τοῦ στίχου παράληψιν ἐπειπὼν καὶ τῆς ποιήσεως ἀλλότριον,3 τὸν ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο μικρολογίαν ἐμβάλλειν τοῖς ἤθεσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 4 3:2)
- τέθνηκε δὲ πρὸ τῆς ἐπ Ἀλκαίου διδασκαλίας τῶν Εὐπόλιδος Κολάκων οὐ πολλῷ χρόνῳ κατὰ τὸ εἰκός, πρόσφατον γάρ τινα τοῦ Καλλίου τὴν παράληψιν τῆς οὐσίας ἐμφαίνει τὸ δρᾶμα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 593)
- θερμαυστρίς, ἑκατερίδες, σκοπός, χεὶρ καταπρηνής, χεὶρ σιμή, διποδισμός, ξύλου παράληψις, ἐπαγκωνισμός, καλαθίσκος, στρόβιλος, καὶ τελεσιὰς δ ἐστὶν ὄρχησις καλουμένη : (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 27 3:3)
- οἱ δ ἐπὶ τὴν παράληψιν αὐτοῦ παρόντες ἠσπάσαντό τε ἅπαντες οὐκ ἐκ τοῦ ὀνόματος, ἀλλ ὕπατον καὶ τὴν περιπόρφυρον ἐσθῆτα περιέθεσαν τούς τε πελέκεις καὶ τἆλλα παράσημα τῆς ἀρχῆς παραστήσαντες ἀκολουθεῖν εἰς τὴν πόλιν ἠξίουν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 17 8:1)
- Περδίκκου παράληψις τῆς κατὰ τὴν βασιλείαν ἐπιμελείας καὶ διαίρεσις τῶν σατραπειῶν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter pr5)
- παράληψις τῶν σατραπειῶν ὑπὸ τῶν μεμερισμένων αὐτάς. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter pr19)
- Ἀντιπάτρου θάνατος καὶ τῆς βασιλικῆς δυνάμεως παράληψις ὑπὸ Πολυπέρχοντος. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter pr57)
Synonyms
-
a receiving from another
- ἔκδεξις (a receiving from another: succession)
- ἐκδοχή (a receiving from another, succession)
-
the taking of a town