Ancient Greek-English Dictionary Language

τροπέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τροπέω

Structure: τροπέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: poetic form for tre/pw

Sense

  1. to turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρόπω τρόπεις τρόπει
Dual τρόπειτον τρόπειτον
Plural τρόπουμεν τρόπειτε τρόπουσιν*
SubjunctiveSingular τρόπω τρόπῃς τρόπῃ
Dual τρόπητον τρόπητον
Plural τρόπωμεν τρόπητε τρόπωσιν*
OptativeSingular τρόποιμι τρόποις τρόποι
Dual τρόποιτον τροποίτην
Plural τρόποιμεν τρόποιτε τρόποιεν
ImperativeSingular τρο͂πει τροπεῖτω
Dual τρόπειτον τροπεῖτων
Plural τρόπειτε τροποῦντων, τροπεῖτωσαν
Infinitive τρόπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τροπων τροπουντος τροπουσα τροπουσης τροπουν τροπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρόπουμαι τρόπει, τρόπῃ τρόπειται
Dual τρόπεισθον τρόπεισθον
Plural τροποῦμεθα τρόπεισθε τρόπουνται
SubjunctiveSingular τρόπωμαι τρόπῃ τρόπηται
Dual τρόπησθον τρόπησθον
Plural τροπώμεθα τρόπησθε τρόπωνται
OptativeSingular τροποίμην τρόποιο τρόποιτο
Dual τρόποισθον τροποίσθην
Plural τροποίμεθα τρόποισθε τρόποιντο
ImperativeSingular τρόπου τροπεῖσθω
Dual τρόπεισθον τροπεῖσθων
Plural τρόπεισθε τροπεῖσθων, τροπεῖσθωσαν
Infinitive τρόπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τροπουμενος τροπουμενου τροπουμενη τροπουμενης τροπουμενον τροπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to turn

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION