τιμωρίᾱ
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τιμωρίᾱ
τιμωρίας
Structure:
τιμωρι
(Stem)
+
ᾱ
(Ending)
Sense
- vengeance, revenge
- penalty, punishment, torture
- help, aid, assistance
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Παρακαλῶ οὖν τοὺσ ἐντυγχάνοντασ τῇδε τῇ βίβλῳ, μὴ συστέλλεσθαι διὰ τὰσ συμφοράσ, λογίζεσθαι δὲ τὰσ τιμωρίασ μὴ πρὸσ ὄλεθρον, ἀλλὰ πρὸσ παιδείαν τοῦ γένουσ ἡμῶν εἶναι. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:12)
- διοργισθεὶσ προσέταξε καὶ τούτοισ ὁμοῦ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπιμελῶσ ὡσ ἐκείνοισ ποιῆσαι μὴ λειπομένοισ κατὰ μηδένα τρόπον τῆσ ἐκείνων τιμωρίασ, (Septuagint, Liber Maccabees III 4:13)
- ἐξαίφνησ γὰρ τίσονται τοὺσ ἀσεβεῖσ, τὰσ δὲ τιμωρίασ ἀμφοτέρων τίσ γνώσεται̣ . (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:22)
- ἀλλὰ πάσασ τὰσ ἑαυτοῦ ἀπειλὰσ καὶ τιμωρίασ ἑώρα καταλυομένασ, ὥστε καὶ γυναῖκασ, ὅτι περιέτεμον τὰ παιδία, μετὰ τῶν βρεφῶν κατακρημνισθῆναι προειδυίασ ὅτι τοῦτο πείσονται. (Septuagint, Liber Maccabees IV 4:25)
- πραότητοσ δ’ ἐστὶ τὸ δύνασθαι φέρειν μετρίωσ ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίασ, καὶ τὸ μὴ ταχέωσ ὁρμᾶν ἐπὶ τὰσ τιμωρίασ, καὶ τὸ μὴ εὐκίνητον εἶναι πρὸσ τὰσ ὀργάσ, ἄπικρον δὲ τῷ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικον, ἔχοντα τὸ ἠρεμαῖον ἐν τῇ ψυχῇ καὶ στάσιμον. (Aristotle, Virtues and Vices 15:3)
Synonyms
-
vengeance
-
penalty
- δίκη (punishment, penalty, vengeance)
-
help
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπαρωγή (help, aid)
- συμβοηθεία (joint aid or assistance)
- ἄρκεσις (help, aid, service)
- προσωφέλησις (help, aid, advantage)
- παραβοήθεια (help, aid, succour)
- ὠφέλεια (help, aid, succour )
- τιμώρημα (help, aid, succour given)