τιμώρημα
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τιμώρημα
τιμώρηματος
Structure:
τιμωρηματ
(Stem)
Sense
- help, aid, succour given
- an act of vengeance: a penalty
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ δὲ τιμώρημα ποῖόν τι τὸ Κορινθίων εἰσ Σαμίουσ; (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 22 7:1)
- ἐὰν δέ τισ ἀπειθῇ καὶ πρῶτον μὲν ἀκάθαρτοσ ὢν εἰσ τὰ ἱερὰ τολμᾷ πορεύεσθαι καὶ θύειν, ἔτι δὲ τοὺσ χρόνουσ μὴ ἐθέλῃ πληροῦν ἀποξενούμενοσ τοὺσ εἰρημένουσ, ὁ τοῦ τελευτήσαντοσ γένει ἐγγύτατα ἐπεξίτω μὲν φόνου τῷ κτείναντι, διπλᾶ δὲ πάντα ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι. (Plato, Laws, book 9 82:2)
- τοὺσ δὲ ἀνοσίουσ αὖ καὶ ἀδίκουσ εἰσ πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Αἵδου καὶ κοσκίνῳ ὕδωρ ἀναγκάζουσι φέρειν, ἔτι τε ζῶντασ εἰσ κακὰσ δόξασ ἄγοντεσ, ἅπερ Γλαύκων περὶ τῶν δικαίων δοξαζομένων δὲ ἀδίκων διῆλθε τιμωρήματα, ταῦτα περὶ τῶν ἀδίκων λέγουσιν, ἄλλα δὲ οὐκ ἔχουσιν. (Plato, Republic, book 2 65:4)
- ἡ δὲ Πυθίη ὑπεκρίνατο "ὦ νήπιοι, ἐπιμέμφεσθε ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενελάου τιμωρημάτων Μίνωσ ἔπεμψε μηνίων δακρύματα, ὅτι οἳ μὲν οὐ συνεξεπρήξαντο αὐτῷ τὸν ἐν Καμικῷ θάνατον γενόμενον, ὑμεῖσ δὲ ἐκείνοισι τὴν ἐκ Σπάρτησ ἁρπασθεῖσαν ὑπ’ ἀνδρὸσ βαρβάρου γυναῖκα. (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 169 3:1)
Synonyms
-
help
- παραβοήθεια (help, aid, succour)
- ὠφέλεια (help, aid, succour )
- ἐπάρκεσις (aid, succour)
- ἐπικουρία (aid, succour)
- Βοηδρόμια (the succour given)
- ἐπωφελία (help, succour)
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπαρωγή (help, aid)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- ὄνειαρ (anything that profits or helps, advantage, aid)
- ἄρκεσις (help, aid, service)
- τιμωρίᾱ (help, aid, assistance)
- προσωφέλησις (help, aid, advantage)
-
an act of vengeance
- δίκη (punishment, penalty, vengeance)