Ancient Greek-English Dictionary Language

Βοηδρόμια

First declension Noun; Transliteration:

Principal Part: Βοηδρόμια

Etym.: bohdro/mos

Sense

  1. the succour given

Examples

  • νῦν δὲ τοὐναντίον κύριοι μὲν οἱ πολιτευόμενοι τῶν ἀγαθῶν, καὶ διὰ τούτων ἅπαντα πράττεται, ὑμεῖσ δ’ ὁ δῆμοσ, ἐκνενευρισμένοι καὶ περιῃρημένοι χρήματα, συμμάχουσ, ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκησ μέρει γεγένησθε, ἀγαπῶντεσ ἐὰν μεταδιδῶσι θεωρικῶν ὑμῖν ἢ Βοηδρόμια πέμψωσιν οὗτοι, καὶ τὸ πάντων ἀνδρειότατον, τῶν ὑμετέρων αὐτῶν χάριν προσοφείλετε. (Demosthenes, Speeches, 39:1)
  • ἡ μὲν οὖν μάχη Βοηδρομιῶνοσ ἐγένετο μηνὸσ ἐφ’ ᾗ τὰ Βοηδρόμια μέχρι νῦν Ἀθηναῖοι θύουσιν. (Plutarch, chapter 27 3:1)

Synonyms

  1. the succour given

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION