τιμωρίᾱ
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τιμωρίᾱ
τιμωρίας
Structure:
τιμωρι
(Stem)
+
ᾱ
(Ending)
Sense
- vengeance, revenge
- penalty, punishment, torture
- help, aid, assistance
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἑτοιμάζονται ἀκολάστοισ μάστιγεσ, καὶ τιμωρίαι ὁμοίωσ ἄφροσιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:27)
- καὶ αἱ τιμωρίαι τοῖσ ἀμαρτωλοῖσ ἐπῆλθον οὐκ ἄνευ τῶν προγεγονότων τεκμηρίων τῇ βίᾳ τῶν κεραυνῶν. δικαίωσ γὰρ ἔπασχον ταῖσ ἰδίαισ αὐτῶν πονηρίαισ, καὶ γὰρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν ἐπετήδευσαν. (Septuagint, Liber Sapientiae 19:13)
- μανίαι τε, μητρὸσ αἵματοσ τιμωρίαι. (Euripides, episode, iambic 3:22)
- "αἱ δ’ ὑπὸ χεῖρα τοῖσ τολμωμένοισ ἀπαντῶσαι τιμωρίαι καὶ τῶν μελλόντων εἰσὶν ἐπισχέσεισ ἀδικημάτων, καὶ μάλιστα τὸ παρηγοροῦν τοὺσ πεπονθότασ ἔνεστιν αὐταῖσ. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 26)
- "νόσου μὲν γὰρ ἄλλοσ ἄλλον οὐ παύει θεραπευόμενοσ, οὐδὲ βέλτιόν τισ ἔσχε τῶν ὀφθαλμιώντων ἢ πυρεττόντων ἰδὼν ἄλλον ὑπαλειφόμενον ἢ καταπλαττόμενον αἱ δὲ τιμωρίαι τῶν πονηρῶν διὰ τοῦτο δείκνυνται πᾶσιν, ὅτι δίκησ κατὰ λόγον περαινομένησ ἔργον ἐστὶν ἑτέρουσ δι’ ἑτέρων κολαζομένων ἐπισχεῖν. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 193)
Synonyms
-
vengeance
-
penalty
- δίκη (punishment, penalty, vengeance)
-
help
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπαρωγή (help, aid)
- συμβοηθεία (joint aid or assistance)
- ἄρκεσις (help, aid, service)
- προσωφέλησις (help, aid, advantage)
- παραβοήθεια (help, aid, succour)
- ὠφέλεια (help, aid, succour )
- τιμώρημα (help, aid, succour given)